Οι εισηγήσεις στον Κυριάκο Μητσοτάκη για αλλαγή του εκλογικού νόμου, η πίεση του 30+%, και ο ρόλος της ΔΕΘ στον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής ηγεμονίας της Ν.Δ.
Γράφει ο Βαγγέλης Αποστολίδης
Θεολόγος Οικονομολόγος Πολιτικός Επιστήμων
Η στρατηγική των επόμενων εκλογών φαίνεται πως δεν αφορά μόνο την ημερομηνία της κάλπης, αλλά και το πώς αυτή θα διαμορφωθεί θεσμικά και πολιτικά. Στο κυβερνητικό επιτελείο καταρτίζεται ήδη ένας πολυεπίπεδος σχεδιασμός, που, με φόντο την έντονη πολιτική κατακερματισμένη πραγματικότητα, φέρνει στο προσκήνιο σενάρια διπλών εκλογικών αναμετρήσεων, πιθανές αλλαγές στον εκλογικό νόμο, αλλά και στοχευμένες κινήσεις πολιτικής επανασυσπείρωσης.
Η Νέα Δημοκρατία, αν και διατηρεί προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, δείχνει να κινείται σταθερά κάτω από το ψυχολογικό και εκλογικά κρίσιμο όριο του 30%. Σε αυτό το πλαίσιο, κυβερνητικοί κύκλοι μιλούν πλέον ανοιχτά – έστω και σε επίπεδο εσωτερικών συσκέψεων – για την ανάγκη ενός διπλού εκλογικού γύρου. Όχι ως αυτοσκοπός, αλλά ως μηχανισμός εξόδου από ένα ενδεχόμενο πολιτικό αδιέξοδο: μια νίκη χωρίς δυνατότητα διακυβέρνησης.
Μεταξύ πρώτης και δεύτερης κάλπης
Το βασικό στοίχημα για το Μαξίμου είναι να προσδώσει στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση στρατηγικό βάθος: να λειτουργήσει δηλαδή όχι μόνο ως καταγραφή της πολιτικής δυσαρέσκειας, αλλά και ως εργαλείο πίεσης για τον σχηματισμό συμμαχιών ή τη διαμόρφωση συσχετισμών εν όψει της δεύτερης κάλπης.
Η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος προβάλλεται από κυβερνητικά στελέχη ως «πολιτική παρακαταθήκη» για τη συνέχεια: ένα εργαλείο που είτε θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της Ν.Δ., είτε θα καταστήσει το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας πιο εφικτό μέσω της συσπείρωσης που παραδοσιακά επιφέρει η απειλή αστάθειας.
Το φάσμα της ακυβερνησίας λειτουργεί συσπειρωτικά για τον κυρίαρχο παίκτη, ενώ τα μικρότερα κόμματα πιέζονται από τη λογική της «χαμένης ψήφου».
Αυτή η στρατηγική προσομοιάζει με εκείνη του 2012, όταν το μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο αναμετρήσεων λειτούργησε ενισχυτικά για το πρώτο κόμμα, με τους ψηφοφόρους να μετατοπίζονται από τα μικρότερα κόμματα προς επιλογές «κυβερνησιμότητας».
Ο ρόλος της ΔΕΘ και η κοινωνική στόχευση
Η επικείμενη παρουσία του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως ένα επικοινωνιακό γεγονός, αλλά ως αφετηρία ενός πολιτικού rebranding. Όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, η φετινή ΔΕΘ θεωρείται η πιο κρίσιμη της διακυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο σχεδιασμός εστιάζει στην εξαγγελία μέτρων με έντονο κοινωνικό αποτύπωμα, με αποδέκτες ομάδες που απομακρύνθηκαν από τη Ν.Δ. κατά την τελευταία διετία. Ο στόχος είναι η ανακατάκτηση εκλογικών στρωμάτων που καθορίζουν την πολιτική πλειοψηφία και η προσέγγιση του 30% – όχι μόνο ως αριθμητικό ορόσημο, αλλά ως σύμβολο σταθερότητας και ηγεμονίας.
Η συγκυβέρνηση ως εργαλείο πολιτικής πίεσης
Ένα ακόμη κομμάτι της στρατηγικής αφορά τις σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ. Η πιθανότητα πρότασης συγκυβέρνησης προς τον Νίκο Ανδρουλάκη δεν αντιμετωπίζεται απαραίτητα ως επιδίωξη σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, αλλά ως πολιτική πρωτοβουλία με πολλαπλές στοχεύσεις.
Πρώτον, θα μπορούσε να λειτουργήσει διαλυτικά στο εσωτερικό της Κεντροαριστεράς, αναδεικνύοντας τις εσωτερικές αντιφάσεις του ΠΑΣΟΚ. Δεύτερον, θα επιδιώξει να στείλει μήνυμα μετριοπάθειας και προθυμίας για συνεννόηση προς τους πολίτες. Και τρίτον, μπορεί να προκαλέσει μετακινήσεις ψηφοφόρων που θεωρούν πλέον το ΠΑΣΟΚ «πολιτικά άτοπο» ή «εκλογικά ατελέσφορο».
Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με έρευνες, έως και το 30% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ διατηρεί θετική στάση απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αν οι μισοί εξ αυτών πειστούν ότι η ψήφος τους δεν παράγει κυβερνητική προοπτική, μπορεί να ανατραπούν κρίσιμες ισορροπίες.
Το εκλογικό σύστημα ξανά στο προσκήνιο
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναθερμαίνεται η συζήτηση για τροποποίηση του εκλογικού νόμου. Η πρόταση να αυξηθεί το όριο εισόδου στη Βουλή από 3% σε 5% έχει ήδη διατυπωθεί σε επιτελικούς κύκλους, ως απάντηση στον κοινοβουλευτικό κατακερματισμό: 8 κόμματα και 25 ανεξάρτητοι βουλευτές δημιουργούν ένα δύσκολο πλαίσιο για κυβερνησιμότητα.
Η άποψη αυτή προσκρούει, ωστόσο, σε πολιτικά και επικοινωνιακά εμπόδια: εύκολα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως «πειραγμένο παιχνίδι» και ως ένδειξη αμυντισμού απέναντι σε ένα δύσκολο εκλογικό αποτέλεσμα.
Παράλληλα, συζητείται και η δυνατότητα σύνδεσης του μπόνους εδρών με τη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος – μια ρύθμιση που θα μπορούσε να προσδώσει ευελιξία και πολιτική νομιμοποίηση, καθώς δεν αλλοιώνει την αναλογικότητα αλλά ενισχύει το προβάδισμα εκείνου που κερδίζει καθαρά.
Το επιχείρημα των υποστηρικτών είναι σαφές: όταν το πρώτο κόμμα συγκεντρώνει 28% και το δεύτερο 15%, δεν μπορεί αυτή η διαφορά να μην μεταφράζεται σε κοινοβουλευτική υπεροχή.
Συμπέρασμα: η επόμενη κάλπη είναι ήδη υπό διαμόρφωση
Το πολιτικό τοπίο της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης δεν διαμορφώνεται μόνο στους δρόμους, τα ΜΜΕ ή τις δημοσκοπήσεις. Διαμορφώνεται στο θεσμικό υπόβαθρο, στις λεπτομέρειες του εκλογικού νόμου και – κυρίως – στη στρατηγική ανάγνωση των πολιτικών συσχετισμών.
Η Νέα Δημοκρατία εισέρχεται σε μια περίοδο όπου ο σχεδιασμός δεν αφορά την εξασφάλιση της πρωτιάς, αλλά της κυβερνησιμότητας. Και η επόμενη εκλογή, είτε έρθει με έναν γύρο είτε με δύο, δεν θα είναι μια απλή αναμέτρηση ποσοστών. Θα είναι αναμέτρηση πολιτικών αφηγήσεων, στρατηγικών και – εν τέλει – πολιτικής ηγεμονίας.