Σε ύψος-ρεκόρ τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου. Στόχος η ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στο 144% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2025
Σε ύψος-ρεκόρ ανέρχονται τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου, καθώς εκτινάχθηκαν στα 44,1 δισ. ευρώ, ενισχύοντας τη στρατηγική για στοχευμένες και καλά σχεδιασμένες εκδόσεις ομολόγων, με στόχο την ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στο 144% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2025.
Όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων «δεν αποτελεί απλώς δίχτυ ασφαλείας, αλλά εργαλείο επιθετικής χρηματοπιστωτικής πολιτικής», που επιτρέπει στην κυβέρνηση να διατηρεί τον έλεγχο της χρηματοδότησης, απορροφώντας την πίεση για εσπευσμένες εκδόσεις και ενισχύοντας την αξιοπιστία της χώρας στα μάτια των επενδυτών.
Με τις δανειακές ανάγκες του 2025 να περιορίζονται στα 8 δισ. ευρώ και το ελληνικό Δημόσιο να έχει ήδη αντλήσει 7,25 δισ. ευρώ από το πρώτο κιόλας τρίμηνο -δηλαδή το 91% των ετήσιων αναγκών-, δεν υπάρχει κανένας λόγος βιασύνης για τον ΟΔΔΗΧ.
Προτεραιότητα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αποτελεί η προσεκτική αποτίμηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, το οποίο φαίνεται να συγκεντρώνεται σε τίτλους μικρότερης διάρκειας. Κατόπιν θα σταθμιστούν οι συνθήκες της αγοράς, ώστε να σχεδιαστεί το επόμενο βήμα του δανειακού προγραμματισμού.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2025 αντλήθηκαν 4 δισ. ευρώ από την έκδοση νέου 10ετούς ομολόγου, με απόδοση 3,64%, ενώ τον Φεβρουάριο ακολούθησε επανέκδοσή του με επιπλέον 250 εκατ. ευρώ. Τον Μάρτιο ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε σε επανεκδόσεις του 15ετούς τίτλου που είχε εκδοθεί το 2023 (απόδοση 4,057%) και του 30ετούς που είχε εκδοθεί το 2024 (απόδοση 4,408%), αντλώντας 2 δισ. ευρώ και 1 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Οι εκδόσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν με χαμηλότερες αποδόσεις σε σύγκριση με τις αρχικές, ενώ συνοδεύτηκαν από υψηλούς δείκτες κάλυψης, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή ζήτηση για ελληνικά ομόλογα και την αυξημένη εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι επανεκδόσεις του Μαρτίου συνδυάστηκαν με ανταλλαγή δύο ομολόγων που λήγουν εντός του 2026, μέσω της διαδικασίας switch and tender. Από τα συνολικά 3 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν, το 1,5 δισ. ευρώ προήλθε από την ανταλλαγή, ενώ τα υπόλοιπο 1,5 δισ. ευρώ ενίσχυσε το ταμειακό απόθεμα του Δημοσίου ως «νέο χρήμα».
Στόχος της στρατηγικής είναι η ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, το οποίο αναμένεται να περιοριστεί στο 143%–144% του ΑΕΠ το 2025, από 154% το 2024, και να υποχωρήσει κάτω από το όριο του 130% έως το 2028. Η πορεία αυτή υπερβαίνει τον στόχο που θέτει το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπει μείωση του χρέους κατά τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως για τις χώρες με λόγο χρέους προς ΑΕΠ άνω του 90%.
Το 2024 αποτέλεσε κομβική χρονιά, καθώς σημειώθηκε μείωση του χρέους όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτους αριθμούς -για πρώτη φορά από το 2019 και μόλις τέταρτη φορά από το 1995. Η επίδοση αυτή ήρθε παρά τη μεθοδολογική αναθεώρηση από τη Eurostat, που ανέβασε τεχνητά το επίπεδο του χρέους μέσω της ενσωμάτωσης των αναβαλλόμενων τόκων.
Την ίδια ώρα, η ποιότητα των επενδυτών στις ελληνικές εκδόσεις αναβαθμίζεται. Η συμμετοχή των hedge funds περιορίστηκε στο 6,7% το 2024 (από 11% το 2019), ενώ οι θεσμικοί επενδυτές κατέλαβαν πλέον το 63,7% του συνόλου. Παράλληλα, η μέση διάρκεια του χρέους παραμένει υψηλή, στα 19 έτη, παρέχοντας σταθερότητα και προστασία έναντι εξωτερικών σοκ.
Το θετικό momentum ενισχύεται από τις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων. Τον Μάρτιο του 2025 η Moody’s χορήγησε στην Ελλάδα την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα έπειτα από 14 χρόνια, ενώ η DBRS Morningstar διατήρησε τις θετικές προοπτικές. Πλέον όλοι οι αναγνωρισμένοι από την ΕΚΤ οίκοι κατατάσσουν τη χώρα στην επενδυτική κατηγορία.
Χθές ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, επισκέφθηκε τα γραφεία του ΟΔΔΗΧ και συναντά τον επικεφαλής, Δημήτρη Τσάκωνα, σε μια κομβική σύσκεψη για την αποτίμηση της πορείας των αγορών, τον σχεδιασμό των επόμενων κινήσεων και τη διατήρηση της καθοδικής τροχιάς του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.