Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΔΗΜΟΤΙΚΑΗ βύθιση του αντιτορπιλικού ΥΔΡΑ : Ομιλία του Αντιναυάρχου ε.α....

Η βύθιση του αντιτορπιλικού ΥΔΡΑ : Ομιλία του Αντιναυάρχου ε.α. Ηρακλή Καλογεράκη την 22/4/2023

Η βύθιση του αντιτορπιλικού ΥΔΡΑ

Ομιλία Αντιναυάρχου ε.α. Η Καλογεράκη την 22/4/2023

Αγαπητοί μου, είμαι ευτυχής που σήμερα, στην πρώτη ενημερωτική ομιλία της νεοσύστατης ομάδας του νησιού της Αίγινας «Περί γραμμάτων και Ευ ζην», μου δίδεται η ευκαιρία αφενός να ευχηθώ καλή, σταθερή και επωφελή πορεία και αφετέρου να σας παρουσιάσω ένα σπουδαίο ιστορικά ναυτικό συμβάν, που έλαβε χώρα πριν από 82 χρόνια στα Αιγινήτικα νερά. Τη βύθιση του αντιτορπιλικού μας ΥΔΡΑ δίπλα στις Λαγούσες.

Ας κάνουμε όμως μια σύντομη ιστορική αναδρομή.

Η χώρα μας από την 28η Οκτωβρίου 1940, ευρισκόταν σε πόλεμο με την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι και ο υπέργηρος Ελληνικός Στόλος, κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα πανίσχυρο και σύγχρονο Ιταλικό. Στον πίνακα βλέπεται μια σύγκριση των αντιπάλων δυνάμεων. 39 πλοία εμείς, 398 πλοία οι Ιταλοί. Δηλαδή μια αναλογία, σχεδόν 1 προς 10 που σημαίνει πως το Ναυτικό μας αντιμετώπιζε ένα δεκαπλάσιο ναυτικό που είχε νέα πλοία και με πολλαπλάσιες τεχνολογικές δυνατότητες. Παρόμοια με την κατάσταση του ναυτικού, ήταν η κατάσταση στο Στρατό αλλά και στην Αεροπορία. 463 αεροπλάνα είχε η Ιταλία, 58 εμείς.

Παρά την ανισότητα αυτή, καταπλήξαμε όλο τον κόσμο με την ηρωική μας αντίσταση στο Αλβανικό μέτωπο και την αμέσως μετά προέλαση του στρατού μας στην Αλβανία. Για αυτό και οι σύμμαχοι αποφάσισαν να μας ενισχύσουν. Αρχικά, παρά τα αιτήματα της Ελλάδας για αποστολή μιας μεγάλης δύναμης ώστε να κατατροπωθεί ο εχθρός, μας έστειλαν μόνο μια μικρή στρατιωτική βοήθεια και λίγα, 80 μόνο, αεροπλάνα.

Η Γερμανία που από τον Δεκέμβριο του 40, έβλεπε τις κινήσεις αυτές, ανησυχούσε για τη Βρετανική παρουσία στην Ελλάδα. Ανησυχούσαμε όμως και εμείς, γιατί η βοήθεια δεν ήταν, τόση όση θα έπρεπε, για να τελειώσει μια και καλή ο πόλεμος με την Ιταλία. Τελικά, μετά από Μαραθώνιες συσκέψεις και σφοδρές αντιπαραθέσεις Ελλήνων και Βρετανών, αποφασίστηκε έστω και αργά, να σταλεί στην Ελλάδα μια σημαντική δύναμη, όχι όμως όση ζητούσαμε από την αρχή.

Μέχρι τη μέρα της Γερμανικής εισβολής, είχαν διεκπεραιωθεί στην Ελλάδα με τις νηοπομπές της επιχείρησης «Λάμψη» (Operation Lustre) 1 Μεραρχία της Νέας Ζηλανδίας, 2 ταξιαρχίες της 6ης Αυστραλιανής Μεραρχίας και 1 Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία. Δηλαδή περίπου 58.000 στρατιώτες από τις 62.000 που προβλεπόταν. Επίσης είχαν προωθηθεί σε αποθήκες της περιοχής Λαρίσης, τρόφιμα 2 μηνών, καύσιμα-λιπαντικά 38 ημερών, πυρομαχικά για αγώνα 70 ημερών και 14.000 τόνοι ανταλλακτικά όπλων, συστημέτων και μέσων.

Η Γερμανική εισβολή

Επειδή οι Ιταλοί αντί να προχωρούν σε Ελληνικό έδαφος υποχωρούσαν στην Αλβανία, ο Χίτλερ, αφενός για να σώσει το γόητρο των συμμάχων του αλλά και για να εξασφαλίσει τις δυνάμεις του κατά την επικείμενη επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» στη Ρωσία, και επίσης για να ασφαλίσει τις πετρελαιοπηγές που είχε καταλάβει στο Πλοέστι της Ρουμανίας, σχεδίασε την «Επιχείρηση Μαρίτα» (Operation Marita).

Στα πλαίσια της επιχείρησης αυτής, ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ελλάδα, πρίγκιψ Βίκτωρ Έρμπαχ μετέβη στις 05:30 το πρωί της Κυριακής 6/4/1941, στον πρωθυπουργό μας Αλέξανδρο Κορυζή και του επέδωσε μια διακοίνωση, που έλεγε πως σκοπός της Γερμανικής επίθεσης ήταν να εκδιώξουν από το ελληνικό έδαφος τους 62.000 άνδρες και τα αεροπλάνα των Βρετανών που είχαν σταλεί για ενίσχυση και πως κάθε αντίσταση στις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις, θα συντριβόταν.

Ο Κορυζής, ο πρωθυπουργός του δευτέρου όχι, απάντησε στον Γερμανό πρεσβευτή ότι η Ελλάδα θα αντισταθεί στην γερμανική επίθεση, με όλες της τις δυνάμεις.

Την Κυριακή λοιπόν αυτή, 15 λεπτά πριν την επίσκεψη του πρέσβη, είχε ήδη ξεκινήσει η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Η επιχείρηση ήταν σε πλήρη εξέλιξη και δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα. Αφορούσε και τη Γιουγκοσλαβία. Τις μόνες χώρες των Βαλκανίων, μαζί με την Τουρκία, που δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα.

Οι δυνάμεις των Ναζί επιτέθηκαν από την Βουλγαρία στην Θράκη και από την Γιουγκοσλαβία στην Μακεδονία, ενώ 843 από τα 1030 αεροπλάνα της 8ης αεροπορικής δύναμης της Λούφτ-βαφφε, σφυροκοπούσαν και το Βελιγράδι και τις Ελληνικές δυνάμεις και υποδομές.

Η «μάχη των οχυρών» όπως αποκαλέστηκε, είχε ξεκινήσει και η Ελλάδα με 70.000 στρατιώτες και 200 περίπου τανκς, βρέθηκε να πολεμά ταυτόχρονα με τους στρατούς τριών κρατών και να γράφει ακόμη μια λαμπρή σελίδα στην Ιστορία μας. Μια σελίδα, για την οποία ο Χίτλερ την 4η Μαΐου του 1941 ενώπιον του νομοθετικού σώματος της Γερμανίας Ράιχ-σταγκ (Reichstag) είχε πει: “… Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να πω ότι από όλους τους αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο Έλλην στρατιώτης ιδίως, επολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία…”.

Οι Γερμανοί εισβολείς, σάρωναν τα πάντα στο πέρασμα τους. Μπροστά πήγαιναν τα τανκς, ακλουθούσε το μηχανοκίνητο πεζικό και τον δρόμο τους φρόντιζαν να εξασφαλίζουν τα αεροπλάνα της Λούφτ-βαφφε, που πετούσαν χωρίς να βρίσκουν αντίσταση.

Ο εχθρός μας, διέθεσε συνολικά 843 Γερμανικά αεροσκάφη και επίσης είχε στη διάθεση του 310 Ιταλικά (160 στην Αλβανία και 150 στην Ιταλία).

Η δική μας αεροπορία με 68 μόνο επιχειρησιακά Α/Φ (από τα 160) και με τα 80 Βρετανικά Α/Φ (από τα 208), δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη Γερμανική αεροπορία που ήταν πανίσχυρη, ήταν δεκαπλάσια και είχε αδιαμφισβήτητα την αεροπορική υπεροχή.

Από την 6η Απριλίου 1941, η «Λούφτ-βαφφε», βομβάρδιζε καθημερινά τις γραμμές ανεφοδιασμού στη ξηρά και θάλασσα, βομβάρδιζε και ναρκοθετούσε τα κυριότερα μας λιμάνια και επιτίθετο σε όποιο πολεμικό πλοίο συναντούσε στις επιδρομές της αυτές. Ο πόλεμος είχε πλέον περάσει σε μια νέα φάση, σε αυτή του αεροπορικού πολέμου και το Ναυτικό μας αντιμετώπιζε έναν «νέο όπλο» στο οποίο ο εχθρός, είχε συντριπτική υπεροχή ισχύος.

Το πρώτο κιόλας βράδυ της γερμανικής εισβολής, γύρω στα 50 βομβαρδιστικά απογειώθηκαν από δύο αεροδρόμια της Σικελίας και επιτέθηκαν στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας μας, στον Πειραιά. Ο Πειραιάς μας βομβαρδιζόταν συνεχώς επί 2,5 ώρες. Επτά από τις δώδεκα περιοχές φορτοεκφορτώσεως υπέστησαν σημαντικές ζημιές, 11 μεγάλα πλοία, 60 μικρότερα και περίπου 25 αλιευτικά-λέμβοι, βυθίστηκαν.

Έκτοτε, τα Γερμανικά αεροσκάφη δεν σταμάτησαν να πλήττουν τις γραμμές ανεφοδιασμού των στρατευμάτων μας στη ξηρά και στη θάλασσα, και να σφυροκοπούν με βόμβες και νάρκες, τα λιμάνια του Πειραιά, της Ελευσίνας, των Μεγάρων, του Βόλου, της Χαλκίδας, της Καλαμάτας, της Πάτρας, τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας και τον Ισθμό της Κορίνθου.

Από την έκθεση Πεπραγμένων Υπηρεσιών Ναυτικού προς το ΥΕΘΑ, βλέπουμε πως μόνο την περίοδο 6 μέ 10 Απριλίου 1941, έγιναν 6 νυκτερινές και 2 ημερήσιες αεροπορικές επιδρομές στο λιμάνι του Πειραιά με ναρκοθέτηση και βομβαρδισμό.

Δηλαδή τα πλοία μας υποχρεώθηκαν να δέχονται πλήγματα χωρίς να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα άμυνας αλλά ούτε και τα κατάλληλα πυρομαχικά.  Το ναυτικό μας με λίγα λόγια, καταδικάστηκε σε μια παθητική στάση που είχε σαν αποτέλεσμα τις βαριές απώλειες αλλά ταυτόχρονα και την ευκαιρία να επιδείξει πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Οι κινήσεις και οι αποστολές των πλοίων μας

Λόγω των συνεχών και μαζικών αεροπορικών αυτών προσβολών, η παραμονή των πλοίων μας στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας ή στα αγκυροβόλια αραιώσεως στο κόλπο Ελευσίνας, ήταν επισφαλής και γι αυτό συγκλήθηκε το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ) για να συζητήσει το θέμα της ασφάλειας των πλοίων μας.

Αποφασίστηκε λοιπόν από την 10 Απριλίου 1941, τα πολεμικά μας για να μην είναι όλα μαζί στο ναύσταθμο και για να μην δίνουν εμφανή στόχο, να διασπείρονται στον Αργοσαρωνικό και να εκμεταλλεύονται τα πάνω από 25 νησάκια του για απόκρυψη.

Τα πλοία μας δηλαδή έπλεαν κοντά στα νησάκια την ημέρα, ενώ τη νύχτα έπλεαν προς τη Σκάλα των Μεγάρων για να ανεφοδιαστούν με καύσιμα, τρόφιμα και νερό. Στο Ναύσταθμο, έμεναν μόνο τα πλοία που έκαναν επισκευή και τα δύο παροπλισμένα θωρηκτά.

Στο σημείο αυτό να θυμηθούμε πως συσκευές εντοπισμού (ραντάρ) τότε δεν υπήρχαν ούτε σε πλοία, ούτε σε αεροπλάνα. Ο εντοπισμός γινόταν μόνο οπτικά.

Τα εν ενεργεία λοιπόν πλοία μας, βρισκόταν στον Αργοσαρωνικό και όποτε εντοπιζόταν από τα αναγνωριστικά, άλλαζαν θέση και πήγαιναν από το ένα μέρος, στο άλλο. Άλλοτε ήταν κοντά στον Ισθμό, άλλοτε κοντά στην Επίδαυρο και άλλοτε στις βραχονησίδες των Διαπορίων νήσων ή των Λαγουσών.

Εδώ αξίζει να αναφερθώ στη περιγραφή του Κυβερνήτη του αντιτορπιλικού ΑΕΤΟΣ, Ι. Τούμπα, που στο βιβλίο του «Εχθρός εν όψει», αναφέρει:

«Λόγω της σελήνης, ο Αρχηγός Στόλου εθεώρει ως λίαν πιθανήν και νυχτερινήν αεροπορικήν επίθεσιν και δια τούτο διέταξε τα πλοία να διασκορπιστούν. Επλέυσαμεν αρχικώς προς το Αγκίστρι, και κατόπιν επλησιάσαμε αργά εις το υψηλότερον νησί των Διαπορίων όπου και εμείναμε δίπλα ακίνητοι, ώστε από ψηλά να φαίνεται και ο ΑΕΤΟΣ σαν ένα νησάκι.  Καθ όλην την νύκτα παρεμείναμεν εις την θέσιν αυτήν «κάνοντας το νησάκι» και έχοντας τα Α/Α πολυβόλα συνεχώς εξοπλισμένα

Στο ίδιο συμβούλιο αποφασίστηκε επίσης και η «αποδημία του Στόλου» στην Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου να συνεχίσει από εκεί τον πόλεμο μαζί με τους συμμάχους. Η απόφαση αυτή του ΑΝΣ, τέθηκε υπ όψη του πρωθυπουργού Κορυζή για έγκριση και μετά εκδόθηκε η διαταγή που έλεγε ότι:

«όλα τα αντιτορπιλικά και υποβρύχια, καθώς και ένας αριθμός επίτακτων και βοηθητικών πλοίων, θα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμα για άμεσο απόπλου και πλήρως εφοδιασμένα σε καύσιμα, πυρομαχικά και τρόφιμα».

Η διαταγή εκδόθηκε αλλά η εκτέλεση του «απόπλου» των πλοίων του Στόλου, καθυστερούσε να υλοποιηθεί για πολλούς λόγους.

Κύρια αιτία ήταν. η αναποφασιστικότητα και η σύγχυση που επικρατούσε στην τότε πολιτική ηγεσία. για τον χρόνο που θα επιβιβαζόταν σε αυτά η κυβέρνηση προκειμένου να μεταφερθεί στην νέα της έδρα. Ήταν ένα γεγονός, που αργότερα δημιούργησε πολλά προβλήματα, όπως θα δούμε. Στην ουσία, η τότε κυβέρνηση, ήθελε τα πολεμικά μας πλοία στην υπηρεσία της.

Ήθελαν να εξασφαλίσουν, την ασφαλή διαφυγή από τη χώρα των υπουργών και αριθμού ανωτέρων κρατικών λειτουργών. μετά των οικογενειών τους.

Ο Υποναύαρχος Καββαδίας, ο τότε Αρχηγός Στόλου, έγραψε στο βιβλίο του ότι, μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραμένει ολόκληρος ο Στόλος στον Σαρωνικό. Ωστόσο, η κυβέρνηση «εθεώρει ότι τα Ελληνικά Αντιτορπιλικά δεν έχουσιν άλλην αποστολήν από του να την μεταφέρωσιν εις Κρήτη».

Τα πολεμικά μας λοιπόν, αδικαιολόγητα θα λέγαμε σήμερα, ήταν επί δύο εβδομάδες, καθηλωμένα στον Αργοσαρωνικό, σε μια μικρή θαλάσσια περιοχή που είχαν στοχοποιήσει από τη πρώτη μέρα οι Γερμανοί και τηρούσαν μια αμυντική στάση. Σποραδικά δε, ανατίθετο σε κάποιο αντιτορπιλικό, κάποια αποστολή υποστήριξης.

Σημειωτέον πως τα αεροπλάνα, εκτός από τις βόμβες, έριχναν και νάρκες. Υπήρχε συνεπώς η πιθανότητα, τα πλοία μας που ήταν στις θέσεις αραιώσεως, να αποκλειστούν εκεί.

Στον πίνακα που βλέπεται φαίνονται τα κυριότερα γεγονότα της περιόδου αυτής.

 

Το χρονικό της βύθισης του ΥΔΡΑ (Στη φωτο τα Α/Τ τύπου DARDO)

Το ΥΔΡΑ, ένα μεγάλο πλοίο πάνω από 92 μήκος και όχι ΥΔΡΑΚΙ όπως άκουσα να λέγεται εδώ, επέστρεψε το πρωί της 21 Απριλίου από την αποστολή συνοδείας της νηοπομπής AN 28 (Αλεξάνδρεια-Πειραιάς) και πήγε στη Σκάλα Μεγάρων, για ανεφοδιασμό. Στη συνέχεια έπλευσε στην περιοχή της Επιδαύρου εν αναμονή της επόμενης του αποστολής, που θα ήταν η συνοδεία του πλοίου που θα μετέφερε τα πυρομαχικά του ναυτικού, από το ναύσταθμο της Σαλαμίνας στην Αλεξάνδρεια με ενδιάμεσο στάση στη Σούδα για ανεφοδιασμό, ώστε αυτά να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.

Ύδρα IV (αντιτορπιλικό)
Πληροφορίες
Παραγγελία1929
Ναυπηγείο‘Odero – Terni – Orlando Sestri 1929’
Καθέλκυση11 Οκτωβρίου 1931
Ένταξη σε υπηρεσία1932
Δίδυμα σκάφη«ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ ΙΙ», «ΣΠΕΤΣΑΙ IV», «Ψαρά IV»
Γενικά χαρακτηριστικά
Εκτόπισμα1350 τόνοι
Μήκος92,3 μέτρα
Πλάτος9,7 μέτρα
Βύθισμα3,8 μέτρα
Πλήρωμα166 άνδρες
Οπλισμός4 πυροβόλα 120 χιλιοστών, 3 πυροβόλα Α/Α 40 χιλιοστών και 2 τριπλοί Τ/Σ 21’’. 40 νάρκες.

Να θυμίσουμε πως είχε ήδη αρχίσει η εκκένωση του ναυστάθμου από τα κρίσιμα εφόδια και υλικά. Τα ανταλλακτικά είχαν ήδη φορτωθεί στο ατμόπλοιο ΕΛΕΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ ενώ τα πυρομαχικά έμπαιναν στο ναυλωμένο Δανέζικο φορτηγό πλοίο «MARIT MERSK (3.330 t).

Καθ’ όλη τη διάρκεια της 21ης και 22ας Απριλίου 1941, λόγω των ασταμάτητων αεροπορικών συναγερμών, το ΥΔΡΑ και τα άλλα 3 αντιτορπιλικά (Όλγα, Πάνθηρ & Ιέραξ) βρίσκονταν συνεχώς εν μετακινήσει στον Αργοσαρωνικό. Όποτε περνούσε ένα αεροπλάνο, θεωρούσαν πως είχαν εντοπιστεί και μόλις αυτό απομακρυνόταν, άλλαζαν θέση. Έτσι τα πλοία μας ήταν συνεχώς εν μετακινήσει και συνεχώς βρισκόταν σε αυξημένη ετοιμότητα ή σε συναγερμό.

Δυστυχώς όμως τα αντιτορπιλικά μας είχαν ανεπαρκή αντιαεροπορικό οπλισμό και έλλειψη Α/Α πυρομαχικών, γιαυτό και είχαν διαταχθεί να βάλλουν κατά των εχθρικών αεροπλάνων μόνον εφόσον τα ίδια απειλούνταν.

Το απόγευμα λοιπόν της 22ας Απριλίου, το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ έλαβε εντολή να πλεύσει από τη περιοχή της Επιδαύρου που ήταν σε διασπορά και να καταυθυνθεί προς τις Φλέβες όπου θα συναντούσε στις 19:00 το Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ώστε, μαζί να πλεύσουν συνοδεύοντας και προστατεύοντας, το φορτηγό «MARIT MERSK» με τα πυρομαχικά προκειμένου αυτά να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών.

Αυτό αγαπητοί μου, έμελλε να ήταν και το τελευταίο ταξίδι του ΥΔΡΑ, αφού τα Stukas δεν του επέτρεψαν να φτάσει στο ραντεβού και να ολοκληρώσει την αποστολή του. Το ΥΔΡΑ λοιπόν, δεν συνάντησε ποτέ το υποβρύχιο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ενώ το «MARIT MAERSK» έπλευσε χωρίς προβλήματα και κατέπλευσε την επομένη το πρωί, στη Σούδα.

Οι τελευταίες ώρες του αντιτορπιλικού μας ΥΔΡΑ

Θα σας μεταφέρω τώρα τα γεγονότα, όπως αυτά εξελίχθησαν, ώστε να ζήσουμε νοερά, το ηρωικό τέλος του αντιτορπιλικού μας ΥΔΡΑ.

Τα γεγονότα που αναφέρονται και θα περιγραφούν στη συνέχεια, προέρχονται από επίσημες αναφορές δράσεως του ναυτικού, καταγράφηκαν από συνεντεύξεις που έδωσαν πριν πολλά χρόνια άτομα που επέζησαν της καταστροφής και από τις περιγραφές ατόμων που τα έζησαν από διπλανά πλοία και τα κατέγραψαν σε βιβλία.

Στις 17:30 λοιπόν και ενώ το ΥΔΡΑ πλησίαζε την Αίγινα, πέρασε από πάνω του σε ύψος 6.000 μέτρων, ένα Γερμανικό αναγνωριστικό αεροπλάνο που είχε πορεία από τα Μέγαρα προς την Αίγινα. Το ΥΔΡΑ για να ξεγελάσει το εχθρικό αεροπλάνο, άλλαξε πορεία προς τα Μέθανα.

 

Όταν το αεροπλάνο πέρασε σχεδόν πάνω από το πλοίο, άφησε ένα μικρό άσπρο συννεφάκι, που επειδή δεν φυσούσε καθόλου αυτό παρέμεινε ακίνητο στον ουρανό πάνω από τη θέση του. Αυτό εξελήφθη σαν σήμα επισήμανσης της θέσης του ΥΔΡΑ και το συμβάν αναφέρθηκε στο Αρχηγείο του Στόλου.

Μετά από περίπου 15 λεπτά το πλοίο έλαβε στον ασύρματο ένα σήμα πού έλεγε πως 2 φίλια αεροπλάνα, περιπολούσαν πάνω από την περιοχή των Αθηνών. Έτσι το πλοίο κατά κάποιο τρόπο ησύχασε και επανήλθε στην αρχική του πορεία προς τις Φλέβες.

Το ΥΔΡΑ δεν πρόλαβε καλά-καλά να λάβει την νέα του πορεία, όταν είδαν ξαφνικά, διά μέσω των αχτίνων του ήλιου, ένα σμήνος 70 περίπου αεροπλάνων να είναι πάνω από τα Μέγαρα και να κινούνται προς τον Πειραιά. Τα αεροπλάνα πετούσαν σε ομάδες των τριών, τεσσάρων, έξη, ακόμη και 8 αεροπλάνων και φαινόταν σαν να έκαναν ελιγμούς μεταξύ τους.

Το ΥΔΡΑ μόλις τα εντόπισε σήμανε συναγερμό και ήταν σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει την απειλή. Να υπενθυμίσουμε εδώ πως λόγω ελλείψεως αντιαεροπορικών πυρομαχικών, τα πλοία είχαν εντολή να κάνουν οικονομία και να βάλουν μόνο για αυτοάμυνα. Δηλαδή, μόνον όταν δεχόταν επίθεση.

Μετά από λίγα λεπτά, τα μισά από τα αεροπλάνα αποσπάστηκαν από το σχηματισμό και κατευθύνθηκαν προς το πλοίο, που το είχαν εν τω μεταξύ και αυτά εντοπίσει.

Στη γέφυρα του ΥΔΡΑ ήταν ο Διοικητής των Αντιτορπιλικών, Πλοίαρχος Μεζεβίρης, ο κυβερνήτης του πλοίου Αντιπλοίαρχος Θεόδωρος Πεζόπουλος, ο επιτελής διοικητού Υποπλοίαρχος Κ. Νεόφυτος, ο Αξιωματικός Φυλακής Υποπλοίαρχος Θεοδώρου και οι Ανθυποπλοίαρχοι Αδρακτάς και Παππάς.

Αμέσως διετάχθη «πλούς ελίγδην» και ταχύτητα «Πάσει Δυνάμει», ώστε αυτό να δυσκολέψει τους υπολογισμούς των αεροσκαφών, ελπίζοντας να αστοχήσουν και οι βόμβες τους, και οι σφαίρες τους.

Η επίθεση των αεροπλάνων ήταν τρομαχτική. Στριφογύριζαν πάνω από το πλοίο και μετά εφορμούσαν το ένα πίσω από το άλλο με το χαρακτηριστικό τρομαχτικό θόρυβο των μηχανών και των σειρήνων.

Αξίζει να θυμίσουμε μερικά για τα αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως, Τα θρυλικά «Στούκας».

Το Stuka εισήγαγε κάποιες πρωτοποριακές καινοτομίες, όπως τα αυτόματα φρένα, που εξασφάλιζαν την έξοδο του αεροσκάφους από τη βύθιση, ακόμα και στην περίπτωση λιποθυμίας του πιλότου από την έντονη επιτάχυνση και μια σειρήνα κάτω από το ρύγχος, που λειτουργούσε με τον εισερχόμενο αέρα και ούρλιαζε κατά τη διάρκεια των βυθίσεων για να τρομοκρατεί τους αντιπάλους. Τα Stukas αποτελούσαν ένα είδος ψυχολογικού πολέμου.

Την περίοδο 1936-1944 κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 Ju 87 και αυτά διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη Μάχη της Κρήτης, στην πολιορκία του Λένινγκραντ και στη Μάχη της Μάλτας.

Αν και εντυπωσιακό, τρομαχτικό, ακριβές και πολύ αποτελεσματικό, το Stuka υπέφερε από την χαμηλή ταχύτητα και την περιορισμένη ευελιξία του, που σε συνδυασμό με τον ανεπαρκή αμυντικό του εξοπλισμό το καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτο στα εχθρικά καταδιωκτικά.

Ίσως το κορυφαίο παράδειγμα της ευπάθειάς του ήταν η κατάρριψη πέντε Stuka μέσα σε λίγα μόνο λεπτά από τον Αυστραλό άσσο Κλιβ Κάλντ-γουελ (Clive Caldwell) που με το αεροσκάφος του P-40 Tomahawk, στη Λιβύη στις 5 Δεκεμβρίου 1941. Παρόλα αυτά, τα Stuka χρησιμοποιήθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο με μεγάλη αποτελεσματικότητα.

Ο Διοικητής Αντιτορπιλικών Γρηγόριος Μεζεβίρης, που επέβαινε στο πλοίο περιγράφει ως εξής τα όσα ακολούθησαν:

[…Όταν έφθασαν στο ύψος του ΥΔΡΑ, περίπου 35 από τα αεροσκάφη αποχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα και κατευθύνθηκαν προς αυτό. Βρισκόμενος στην πάνω γέφυρα διέταξα ανάπτυξη της μέγιστης ταχύτητας και πλεύση με ελιγμούς και στη συνέχεια έναρξη πυρός κατά του πρώτου σμήνους που βρέθηκε σε απόσταση βολής. Τα αεροπλάνα επιτίθεντο με κάθετη εφόρμηση, έβαλαν με βόμβες από μικρό ύψος και συγχρόνως πολυβολούσαν στοχεύοντας ιδίως τη γέφυρα…]

Οι ομοχειρίες των δυο αντιαεροπορικών πυροβόλων, μέσα σε μερικά λεπτά εξοντώθηκαν, ενώ το τρίτο πυροβόλο με τις πρώτες βολές, έπαθε εμπλοκή.

Μόνο τα ελαφρά φορητά πολυβόλα Χότσκις που ήταν στην κάτω γέφυρα ήταν ακόμα σε θέση να βάλλουν, αλλά και αυτά μετά από λίγο, λόγω υπερθέρμανσης, έπαθαν εμπλοκή.

Το ΥΔΡΑ άρχισε να πάλλεται από τη δόνηση των μηχανών και να διαγράφει με 30 κόμβους ταχύτητα, ζιγκ-ζαγκ στη θάλασσα.

Καμιά από τις βόμβες δεν έπεσε πάνω στο πλοίο.

Όμως, πολλές έπεσαν κοντά και δυστυχώς, αυτές ήταν ικανές να προκαλέσουν με την έκρηξη τους, ρήγματα στις λαμαρίνες του πλοίου. Βλέπετε τότε οι λαμαρίνες δεν ήταν συγκολλημένες αλλά περτσινωμένες.

Λαμαρίνες λοιπόν άνοιγαν και καπνοί με φωτιές ξεπήδαγαν από παντού.

Το πλοίο προοδευτικά γέμιζε με νερά από τα μικρά και μεγάλα ρήγματα που είχε υποστεί. Και δεν έφτανε αυτό. Από τις δονήσεις των εκρήξεων, αποσυντονίστηκαν τα μηχανήματα. Οι αυτόματοι διακόπτες των βοηθητικών μηχανημάτων και των στροβίλων σταμάτησαν να λειτουργούν. Η ηλεκτρική ισχύς χάθηκε και οι ναύτες αγωνιζόταν στα σκοτεινά. Απλά φανατιστείτε τις σκηνές.

Ξαφνικά, οι ανεμιστήρες του πρωραίου λεβητοστασίου σταμάτησαν να στέλνουν αέρα. Τα πτερύγια τους, άλλα έσπασαν και άλλα σφηνώθηκαν στους αεραγωγούς. Η μια μηχανή σταμάτησε.

Ο μαύρος καπνός αφού γέμισε το λεβητοστάσιο, έβγαινε από παντού. Από την τσιμινιέρα, από τις καθόδους και από κάθε άνοιγμα του πλοίου.

Η πρύμη του σκάφους ανασηκώθηκε κατά 20-30 εκατοστά και αυτό προκάλεσε τη στρέβλωση του δεξιού άξονα και την παύση λειτουργίας της μηχανής.

Η εναπομείνασα μηχανή, βογκούσε και έδινε τη μεγαλύτερη της ισχύ, αλλά προοδευτικά άρχισε να λειτουργεί ανώμαλα, διακεκομμένα και μετά σιγή. Το νερό που έμπαινε την έσβησε.

Το ΥΔΡΑ ήταν πλέον ακυβέρνητο με τη πρύμνη του σιγά-σιγά να βυθίζεται …..

Είναι γεγονός πως το πλήρωμα του πλοίου, πριν το μηχανοστάσιο πλημυρίσει με νερό και σταματήσουν οι μηχανές του, κατάφερε να αποκρούσει πολλές επιθέσεις αεροσκαφών. Βλέπετε δεν πολεμούσαν μόνο για την επιβίωση τους. Πολεμούσαν για την πατρίδα τους.

Τα γερμανικά «στούκας» δεν είχαν τελειωμό, και τα πολυβόλα τους γάζωναν τα πάντα στο πλοίο. Τα καταστρώματα παντού άρχισαν να γεμίζουν από σκοτωμένους και τραυματισμένους ναύτες. Οι στιγμές ήταν τραγικές αλλά κανείς τους δεν λιποψύχησε.

Όλοι οι Αξιωματικοί ήταν στις θέσεις τους, στη γέφυρα, τα κανόνια, στις μηχανές. Όλοι έκαναν το καθήκον τους και όλοι στεκόταν απτόητοι και δυνατοί, και συντόνιζαν τη δράση.

Στις μηχανές, ο πρώτος μηχανικός Υποπλοίαρχος Σιδέρης, αγωνιζόταν υπεράνθρωπα να αποκαταστήσει τη κάθε βλάβη, αδιαφορώντας για το τι θα μπορούσε να συμβεί από λεπτό σε λεπτό.

Στη γέφυρα, δίπλα στον Διοικητή Αντιτορπιλικών, ήταν ο Κυβερνήτης, που έδιδε διαταγές στον Αξιωματικό φυλακής και τους βοηθούς του, ώστε να κατευθύνουν σωστά το πλοίο και να αποφύγουν τα πυρά και τις βόμβες.

Ταυτόχρονα το προσωπικό γεφύρας περιέθαλπε τους τραυματίες, που δυστυχώς ήταν πολλοί. Κάποια στιγμή, μια σφαίρα πολυβόλου, πέτυχε και ξάπλωσε κάτω τον Κυβερνήτη. Ο υποπλοίαρχος Νεόφυτος πλησίασε και έσκυψε στον πληγωμένο, αιμόφυρτο και ξαπλωμένο στο κατάστρωμα κυβερνήτη του, για να του δώσει κάποια βοήθεια, αλλά εκείνος με μια χαρακτηριστική χειρονομία και βραχνή φωνή του είπε: «Όχι εμένα. Πρόσεχε το καράβι» και συνέχισε με όση δύναμη του έμενε: «Ζήτω το ναυτικό, ζήτω ο βασιλεύς, Ζήτω η Ελλάς». Τα λόγια αυτά του ηρωικού κυβερνήτη την ώρα που έδινε τη ζωή του για την πατρίδα, ήταν τόσο αληθινά, τόσο παρήγορα και τόσο ζωντανά, που όλοι όσοι ήταν στη γέφυρα, μαζί και ο διοικητής, επανέλαβαν τις ζητωκραυγές…….

Ο ιατρός του πλοίου, Ανθυποπλοίαρχος Μαναρίζης, έπεσε και αυτός μετά από λίγο τραυματισμένος δίπλα στους τραυματίες που φρόντιζε. Σχεδόν ταυτόχρονα τραυματίστηκε βαρύτατα και ακρωτηριάστηκε, ο ύπαρχος του πλοίου Πλωτάρχης Βλαχάβας. Ήταν πάνω από τη γέφυρα, στον κατευθυντήρα πυροβολικού, και κατεύθυνε τα πυρά. Λίγο αργότερα έπεσε από σφαίρα και ο Υποπλοίαρχος Αρλιώτης. Τότε, ο Διοικητής ανέθεσε στον αρχαιότερο παρόντα αξιωματικό, που ήταν ο Υποπλοίαρχος Νεόφυτος, να αναλάβει τη διακυβέρνηση του σκάφους.

Δευτερόλεπτα μετά ο Διοικητής των Αντιτορπιλικών, Πλοίαρχος Μεζεβύρης, τραυματίστηκε στο κεφάλι και σε άλλα δυό σημεία του σώματος του, ενώ ο πηδαλιούχος του πλοίου, θανάσιμα τραυματισμένος έπεσε αγκαλιάζοντας το τιμόνι του πλοίου.

Εν τω μεταξύ, τα «στούκας» συνέχιζαν τις εφορμήσεις τους με αμείωτο ρυθμό. Οι βόμβες που έσκαγαν στην επιφάνεια της θάλασσας, σήκωναν πίδακες νερού, που πολλές φορές ξεπερνούσαν το ύψος της γέφυρας!

Μόλις οι βόμβες έπαιρναν την πορεία τους προς το σκάφος, όσοι από το πλήρωμα ήταν ακόμη ζωντανοί έτρεχαν να πάνε από την άλλη πλευρά της γέφυρας ή του κατευθυντήρα του πυροβολικού, για να προστατευτούν. Μόλις δε οι βόμβες έπεφταν και έσκαγαν, γύριζαν στις θέσεις τους, για να συνεχίσουν τα καθήκοντα τους.

Ένας άτυχος Δίοπος πυροβολητής, ο τηλεφωνητής προς τα πυροβόλα, δεν πρόλαβε ο δυστυχής να καλυφτεί στη άλλη πλευρά του κατευθυντήρα και τα θραύσματα τον έριξαν αιμόφυρτο κάτω στη γέφυρα με τα ακουστικά να είναι ακόμη στα αυτιά του. Ίσως ήταν ο ναύτης πυροβολητής Καρύδης από την Αίγινα.

Την ώρα εκείνη, η κλίση του πλοίου προς τη πρύμνη είχε γίνει τόσο μεγάλη που από στιγμή σε στιγμή επέκειτο η βύθιση του πλοίου. Τα υποφράγματα και το πρυμναίο μηχανοστάσιο, γέμιζαν με νερό! Το πλοίο χανόταν, αλλά οι τραυματίες και οι επιζώντες, έπρεπε να σωθούν!

Η απευκταία λοιπόν για κάθε κυβερνήτη πλοίου διαταγή, έπρεπε να δοθεί. Με δυνατή φωνή ο Υποπλοίαρχος Νεόφυτος, μετά και τη σύμφωνη γνώμη του διοικητού, έδωσε τη διαταγή: «Προσοχή, προσοχή, Εγκαταλείψατε το πλοίο. Κατευθυνθείτε προς τα νησάκια. Ζήτω η Ελλάς»!

Καθαίρεση των λέμβων δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Οι μηχανισμοί καθαίρεσης και τα σχοινιά, όπως και οι ίδιες οι λέμβοι μα και οι σχεδίες, είχαν σχεδόν όλες καταστραφεί ή καεί από τις φωτιές. Μια μόνο λέμβος ήταν σε κατάσταση λειτουργίας, στην οποία μετά από διαταγή του Διοικητού Αντιτορπιλικών, μπήκαν πέντε άτομα, οι πιο σοβαρά τραυματισμένοι. Όλοι οι υπόλοιποι τραυματίες και επιζώντες, με αξιοζήλευτη ψυχραιμία, αφού φόρεσαν τα σωσίβια τους, άρχισαν να πέφτουν στη θάλασσα και να κατευθύνονται προς τα ερημονήσια των Λαγουσών. Πολλοί δίσταζαν να πέσουν στη θάλασσα και περίμεναν …. όσοι όμως πήδαγαν, έπεφταν ζητωκραυγάζοντας!

Ο εκτελών πλέον καθήκοντα κυβερνήτη, Υποπλοίαρχος Νεόφυτος, φώναξε μερικούς ναύτες να βοηθήσουν τον Κυβερνήτη, Αντιπλοίαρχο Θεόδωρο Πεζόπουλο, να κατέβει, αλλά αυτός που δεν είχε ακόμη χάσει τις αισθήσεις του, με ψιθυριστή φωνή τους είπε: «Παιδιά μου, αφήστε τον κυβερνήτη σας να πάει με το καράβι του!»

Ο Υποπλοίαρχος Νεόφυτος συγκινημένος και βουρκωμένος γυρνά στον Διοικητή Πλοίαρχο Μεζεβύρη και τον παρακαλεί να κατέβει από τη γέφυρα. Αυτός του ανταποκρίνεται: Όχι εγώ θα μείνω! Και συνέχισε υπενθυμίζοντας του πως είναι πληγωμένος και τραυματισμένος, πως το πλοίο από στιγμή σε στιγμή θα βυθιστεί και πως ο ύπαρχος πρέπει να φροντίσει τους ζωντανούς. Πήγαινε, «Ο χρόνος σου είναι πιο πολύτιμος για τους άλλους!» του είπε επιτακτικά. Μετά όμως από πολύ κόπο, τον έπεισε. Ο Διοικητής Πλοίαρχος Μεζεβύρης, υποβοηθούμενος και υποβασταζόμενος από τον Υποπλοίαρχο Νεόφυτο και τον Ανθυποπλοίαρχο Αδρακτά, σηκώθηκε όρθιος και προχωρώντας προς την σκάλα για να κατέβει από την γέφυρα άρχισε να κραυγάζει: «Ζήτω το Ναυτικό», «Ζήτω η Ελλάς». Όσοι ήταν ακόμη στη γέφυρα επαναλάμβαναν τις ζητωκραυγές.

Αμέσως μετά, κατέβασαν τον σοβαρά τραυματισμένο κυβερνήτη τους από τη γέφυρα στο κύριο κατάστρωμα και εκεί τον παρέλαβε ο Υποπλοίαρχος Θεοδώρου, ενώ ο Υποπλοίαρχος Νεόφυτος επέστρεψε τρέχοντας στη γέφυρα. Οι 2 αξιωματικοί με τη βοήθεια 3 ναυτών τον τύλιξαν με δυό σωσίβια ζακέτες για να τον μεταφέρουν από το δεξιό κατάστρωμα στο πρόστεγο. Μόλις όμως τον σήκωσαν, άρχισε να τρέχει αίμα από το στόμα του και έχασε τις αισθήσεις. Η ψυχή του «καπετάν Θόδωρου», είχε φύγει με το παράπονο πως δεν θα ξαναπολεμούσε για την πατρίδα!

Μόλις οι παραδίπλα ξαπλωμένοι βαριά τραυματίες, είδαν τον νεκρό κυβερνήτη τους κοίταξαν τους τυχερούς συναδέλφους τους και με μια φωνή τους είπαν:

«Μη μας λυπάστε, όσοι από σας γλυτώσετε εκδικηθείτε το χαμό μας. Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω το ναυτικό μας».

Πριν ο νέο-τοποθετηθής κυβερνήτης, Υποπλοίαρχος Κ. Νεόφυτος, εγκαταλείψει το σκάφος, περιήλθε τα καταστρώματα για να βεβαιωθεί ότι όλες οι διαταγές που είχαν δοθεί για εγκατάλειψη του πλοίου, εκτελέστηκαν.

Το θέαμα σε όλα τα καταστρώματα του πλοίου ήταν τραγικό. Όλα ήταν γεμάτα αίματα, παντού πτώματα, διαμελισμένα ανθρώπινα μέλη και τραυματίες. Στο αριστερό κύριο κατάστρωμα προς το εσωτερικό του πλοίου και κάτω από την σκάλα, συνάντησε τον ύπαρχο Πλωτάρχη Βλαχάβα ξαπλωμένο και με τον ώμο του ακουμπισμένο στη βάση της σκάλας. Το αριστερό του πόδι ήταν κομμένο στη μέση του μηρού και βρισκόταν 30 εκατοστά πιο πέρα από το υπόλοιπο του σώμα, ενώ, παρόλο που έφερε ένα βαθύ τραύμα στο κρόταφο, στα χείλη του ήταν ζωγραφισμένο ένα «ειρωνικό» χαμόγελο!  Τον πλησίασε και είδε ότι ήταν ακόμη εν ζωή. Του είπε πως δεν έχει τίποτε σοβαρό και πως σύντομα θα τον παραλάμβαναν για μεταφορά. Ο Πλωτάρχης Βλαχάβας αποκρίθηκε ψιθυρίζοντας κάτι που δεν έγινε αντιληπτό και ο Υποπλοίαρχος Νεόφυτος, αφού του έβαλε στο μηρό ένα επίδεσμο, τον έδεσε σφικτά με ένα λουρί από το σωσίβιο του για να σταματήσει η αιμορραγία. Μετά έβγαλε το δικό του σωσίβιο και του το φόρεσε αλλά, μόλις του σήκωσε το κεφάλι, διαπίστωσε ότι είχε ξεψυχήσει!

Τον φίλησε τότε στο μέτωπο και μετά γύρισε πίσω στο σταθμό συγκεντρώσεως, όπου φρόντισε ότι όλοι οι τραυματίες που είχαν σωσίβια θα έπεφταν στη θάλασσα, δίνοντας τους οδηγίες, να κατευθυνθούν προς τη πλησιέστερη ακτή. Στη συνέχεια, αφού βεβαιώθηκε πως στο πλοίο δεν υπήρχαν επιζώντες παρά μόνο πτώματα, έκανε το σταυρό του, πήδησε και αυτός στη θάλασσα και κατευθύνθηκε κολυμπώντας στο «Λαγουσάκι».

Το τέλος ενός περήφανου πλοίου

Λίγα λεπτά αργότερα, στις 17:30, το σκάφος έγειρε δεξιά, μετά οριζοντιώθηκε και με την πρύμη έκανε μια βιαστική βουτιά παίρνοντας μαζί του τα πτώματα του κυβερνήτη, του υπάρχου και 40 γενναίων παιδιών του ναυτικού μας. Όλοι τους πέθαναν για τη δόξα και το μεγαλείο της πατρίδας μας.

Μέσα σε 14 λεπτά από την εκδήλωση της πρώτης επίθεσης, το άτυχο πλοίο βυθιζόταν και χανόταν. Τη στιγμή δε που τα νερά κάλυπταν το σκάφος, μια φωνή ακούστηκε από τη θάλασσα και επαναλήφθηκε από δεκάδες στόματα: «Ζήτω το ΥΔΡΑ!».

 

Η λυσσαλέα επίθεση των αεροσκαφών διεκόπη, μόνο όταν τα αεροπλάνα διαπίστωσαν, πως το πλοίο βυθιζόταν. Τα πληρώματα των αεροσκαφών παρακολουθούσαν έκπληκτα τους ναυαγούς να αγωνίζονται για την επιβίωση τους και ταυτόχρονα να ζητωκραυγάζουν: ΖΗΤΩ ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ, ΖΗΤΩ ΤΟ ΥΔΡΑ, ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ.

Όπως ανέφερε αργότερα ο Ναυτικός Διοικητής Μήλου, ένας Γερμανός αεροπόρος από εκείνους που έλαβαν μέρος στην επίθεση, του διηγήθηκε ότι τού είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ηρωική στάση του πληρώματος του ΥΔΡΑ που κουνούσαν τα καπέλα τους και ζητωκραύγαζαν, τη στιγμή που το πλοίο τους βυθιζόταν.

Η θάλασσα νότια των Λαγουσών ήταν γεμάτη από κάθε είδους αντικείμενα που επέπλεαν. Όπου και να κοίταζες έβλεπες πτώματα και τραυματίες. Από τους επιζώντες οι πιο αδύναμοι κολυμπούσαν αργά προς το ερημονήσι των Λαγουσών, μα μερικοί, ίσως οι πιο δυνατοί, κολύμπησαν προς την απέναντι ακτή, προς το Λεόντι.

Από παντού ακουγόταν φωνές, Άλλες δυνατές και άλλες αδύναμες, που καλούσαν βοήθεια. Οι πιο γεροί, βοηθούσαν τους εξουθενωμένους και τραυματισμένους, να βγουν στα βράχια της βραχονησίδας «Λαγουσάκι».

Εκεί βγήκαν οι περισσότεροι και περίμεναν να έλθει ένα χέρι βοήθειας, που το είδαν περίπου μια ώρα μετά.

Την βύθιση του πλοίου παρακολουθούσαν όλοι οι κάτοικοι από τη Κυψέλη, το Βαθύ και τη Σουβάλα, οι οποίοι μόλις είδαν τη συμφορά, έτρεξαν προς τις παραλίες. Όσοι είχαν βάρκες εκεί, τις πήραν και έσπευσαν στη περιοχή. Μάζευαν ναυαγούς από τη θάλασσα και έπαιρναν ναυαγούς από τα νησάκια. Τους άσχημα τραυματισμένους τους πήγαιναν στο λιμάνι της Αίγινας ενώ τους πιο ελαφρά στο Λεόντι. Εκεί οι κάτοικοι τους έδιναν με αγάπη, τις πρώτες βοήθειες. Από το λιμάνι της Αίγινας, άλλους μετέφεραν στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αίγινας, άλλους στο Νοσοκομείο Αγ. Διονύσιος και άλλους τους περιποιόταν οι Αιγινήτες εκεί στο μόλο του λιμανιού, μέχρι να διακομιστούν στον Πειραιά. Ακόμη και σε σπίτια Αιγινητών μεταφέρθηκαν αρκετοί, οι πιο ελαφρά τραυματισμένοι, γιατί το Ναυτικό Νοσοκομείο είχε μόνο 60 κλίνες, το Άγιος Διονύσιος 10 και οι τραυματίες ήταν πάρα πολλοί.

Από σκάφη, πρώτο έφτασε στη περιοχή του ναυαγίου το Καταδιωχτικό Λαθρεμπορίου- Α-1, που είχε διατεθεί στην ΝΑΠ-3 ως περιπολικό για την επίβλεψη και την ασφάλεια των ποντισθέντων φραγμάτων και ναρκοπεδίων. Κυβερνήτης του ήταν Ξενοφών Κυριακού (πατέρας του ιδιοκτήτη του ΑΝΤ1) και υποπλοίαρχος του ο Γιώργος Λιγνός (μετέπειτα εφοπλιστής). Το πλοίο παρέλαβε αρκετούς τραυματίες, μαζί και τον διοικητή Αντιτορπιλικών Πλοίαρχο Μεζεβύρη και τους πήγαν στην Αίγινα.

Λίγο αργότερα, κατέπλευσε και το τορπιλοβόλο ΚΙΟΣ με Κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Δ. Βαλτινό, που είχε έλθει για βοήθεια από τη Βουλιαγμένη.

Το ΚΙΟΣ πήρε 54 τραυματίες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν βαριά, και τους μετέφερε αρχικά στην Αίγινα και μετά στο Πειραιά.

Στο σημείο όμως αυτό, ας αναφέρουμε μερικά στοιχεία για το Ναυτικό Νοσοκομείο Αίγινας.

Με την έναρξη του Ελληνοιταλικού πολέμου το ΠΝ, όπως και οι άλλοι κλάδοι των ΕΔ, έθεσε σε λειτουργία Πρόσκαιρα Ναυτικά Νοσοκομεία στο Παλαιό Φάληρο, στο Καστρί Αθηνών, στο Μονοδένδρι των Πατρών, στην Αιδηψό και στην Αίγινα. Τα κύρια όμως Ναυτικά Νοσοκομεία ήταν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Σαλαμίνα και στον Πόρο. Επίσης, το εκπαιδευτικό πλοίο ΑΡΗΣ μετετράπη σε Πλωτό Νοσοκομείο, καθώς και 6 επιβατικά πλοία που επιτάχθηκαν και μετατράπηκαν σε Πλωτά Νοσοκομεία.

Έτσι, την 12.11.1940, λειτούργησε το Ναυτικό Νοσοκομείο Αιγίνης στους χώρους που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο Μιράντα, με διευθυντή τον αντιπλοίαρχο ιατρό Χρ. Περδίκη (ο μόνος ιατρός) και προϊσταμένη την αδελφή Μαρία Ρεμπάκου. Στον Διευθυντή του νοσοκομείου υπήχθη και το επιταγμένο νοσοκομείο της Αίγινας Αγ. Διονύσιος.

Νοσηλεύτριες αδελφές στο νοσοκομείο ήταν οι: Μαρία Μουτσάτσου, Στέλλα Λεούση, Κούλα Γαρουφάλλη, Αρτ. Σάββα, Μαίρη Γεωργιάδου, Λιλή Μαίλη και βοηθοί τους η Αγγελική Μεταξά, η Κατίνα Γελαδάκη, οι αδελφές Φορτούνα κ.α.

Υπήρξαν βεβαίως και αρκετές «εθελόντριες» αδελφές από την Αίγινα και τα γύρω χωριά τα ονόματα των οποίων δεν κατεγράφησαν σε κανένα έγγραφο. Απλά είναι στη μνήμη αυτών που έζησαν τις στιγμές και πάνε από στόμα σε στόμα. Απ ότι βλέπετε μας λείπουν 12 ονόματα που πρέπει να τα βρούμε……

Το νοσοκομείο πρόσφερε άμεσα τις υπηρεσίες του σε 60 περίπου άτομα που μεταφέρθηκαν με τα πλοία και με καΐκια από τον χώρο του ναυαγίου.

Μια αφήγηση έχουμε από την εθελόντρια νοσηλεύτρια Λιλή Μαίλη στη Γωγώ Κουλικούρδη: «Στο τέλος όταν ήταν να φύγουν οι τραυματίες τους κάναμε μια εκδήλωση με το Σύλλογο που είχαμε με τα παιδιά. Τους κάναμε τραπέζι, βράσαμε ψάρι, τους προσφέραμε λουλούδια, τους τραγουδήσαμε τραγούδια στα οποία είχαμε αλλάξει τα λόγια.»

Αφηγήσεις επιζώντων

Αγαπητοί μου, αξίζει να ακούσουμε τι αποτυπώθηκε στη μνήμη μερικών ανθρώπων, που επέζησαν της καταστροφής και μας τα διηγήθηκαν, για να πάρουμε μια ιδέα του τι έγινε τότε.

Ο Υποπλοίαρχος Νεοφύτου, ένας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου αξιωματικός, έγραψε στην αναφορά του για την καταβύθιση του ΥΔΡΑ την 15 Απριλίου 1941: «Ουδέποτε ένοιωσα τον εαυτό μου τόσο υπερήφανο που είμαι Έλλην Αξιωματικός του Ναυτικού όσο την τραγικήν εκείνην στιγμήν βλέπων τον πατριωτισμόν και την αυτοθυσίαν αυτών των ηρώων. Εζητωκραυγάσαμεν πάντες μετ’αυτών και τους ορκίσθημεν ότι θα τους εκδικηθώμεν».

Η υπόσχεση αυτή φαίνεται πως κράτησε στη ζωή αρκετούς από το πλήρωμα, που σε πείσμα, ενάντια στις πιθανότητες, κρατήθηκαν στη ζωή, επιβίωσαν και πράγματι εκδικήθηκαν.

Ο Νικηφόρος Καλογερόπουλος, Δίοπος Αρμενιστής τότε, θυμάται και με συγκίνηση και περηφάνια αναφέρει: «στην καιόμενη γέφυρα του πλοίου έσπρωχνα συνέχεια να πέσουν στην θάλασσα μερικοί αναποφάσιστοι γιατί, αν δεν έπεφταν έγκαιρα και από την σωστή πλευρά, θα χανόταν αμέσως. Σχεδόν όλων τα σώματα και ειδικά τα πέλματα αυτών που ξυπολήθηκαν, ήταν καμένα και το αλάτι της θάλασσας πολλαπλασίαζε τον πόνο τους»

Ο ναύτης Ε. Λινάρδος, βαριά τραυματισμένος στο αριστερό χέρι και δεξί πόδι, θυμάται τις στιγμές και διηγείται: «Όσοι επιζήσαμε καταφέραμε να φθάσουμε κολυμπώντας στην νησίδα Λαγόσα. Ψαροκάικα μας μετέφεραν στην Αίγινα, όπου ο λαός μας επιφύλαξε θερμότατη υποδοχή. Στο νοσοκομείο της πόλης μας παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Όμως το Νοσοκομείο δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες περίθαλψης όλων των τραυματιών.

Με μια ομάδα συμπολεμιστών μου επιβιβαστήκαμε σε ένα πλοιάριο για να διακομιστούμε σε νοσοκομεία της Αθήνας. Φθάσαμε στην παραλία του Σκαραμαγκά όπου μας περίμεναν Γερμανοί με παρατεταμένα τα όπλα. Όταν αντιλήφθηκαν για ποιους επρόκειτο μας απέδωσαν τιμές και μας οδήγησαν οι ίδιοι στο νοσοκομείο που βρισκόταν Αχαρνών και Σουρμελή. Τώρα μαθαίνω ότι έχει γίνει σχολείο».

Επίσης, συγκλονιστική είναι η περιγραφή του Κυριάκου Λυκίσσα:

[…Ο ναύτης Βαγγέλης Παπαδόπουλος, κατέβασε όλα τα σωσίβια, τα μοίρασε στους επιζώντες, φόρεσε κι αυτός ένα και πήδησε στη θάλασσα. Λίγο πριν εγκαταλείψω το πλοίο, είδα τον αδελφό μου (ηλεκτρολόγο υποκελευστή) να αποκεφαλίζεται από θραύσμα βόμβας. Την τραγική εκείνη ώρα, μην μπορώντας να κάνω τίποτα άλλο, αποχαιρέτησα τον αδελφό μου, ανέβηκα στα μπουντέλια και πήδησα στη θάλασσα με τον επενδύτη. Λίγο έλειψε να με πάρουν τ’ απόνερα ]

Θυμάται και με θλίψη αφηγείται ο Υποπλοίαρχος Γ. Λιγνός, μετέπειτα εφοπλιστής, που ήταν κυβερνήτης του Τορπιλοβόλου που πρώτο έφτασε στον τόπο της συμφοράς:  «Δεν βλέπαμε ανθρώπους κανονικούς, αλλά μαυρισμένα από το πετρέλαιο πρόσωπα και με κομματιασμένα σώματα……..»

Ο απολογισμός της επιδρομής στο αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ

Τα περίπου 35 αεροπλάνα που σφυροκόπησαν το πλοίο για πάνω από 15 λεπτά, έρριψαν περί τις 60 βόμβες από τις οποίες καμιά δεν έπεσε πάνω στο πλοίο. Άλλωστε καμιά έκρηξη δεν έλαβε χώρα πάνω ή μέσα στο πλοίο. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τους επιζήσαντες αλλά και μετά από τους δύτες που εξερεύνησαν το ναυάγιο.

Σε πρόσφατες έρευνες καταδυτικού συνεργείου που εντόπισε και φωτογράφησε το ναυάγιο, βρέθηκαν τριγύρω 7 μη εκραγείσες βόμβες και ποιος ξέρει πόσες άλλες είναι θαμμένες εκεί……….

Οι βόμβες έπεφταν στα 5-100μ μακριά, όμως έστω και έτσι, αυτές που εξερράγησαν ήταν ικανές να ανοίξουν τις ραφές των λαμαρινών του πλοίου, να προκαλέσουν ρωγμές, να κατακλυστούν τα πρυμναία διαμερίσματα και μηχανοστάσιο του πλοίου και προοδευτικά το πλοίο να βυθιστεί.

Κατά την επιδρομή αυτή των αεροπλάνων στο ΥΔΡΑ, τραυματίστηκαν 114 άτομα και σκοτώθηκαν 42 (4 Αξιωματικοί, 11 Υπαξιωματικοί και 27 ναύτες).

ΑΠΩΛΕΣΘΕΝΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΥΘΙΣΗ ΤΟΥ Α/Τ ΥΔΡΑ ΣΤΟΝ ΣΑΡΩΝΙΚΟ ΤΗΝ 22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941

ΑΝΤΙΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΜΑΧΙΜΟΣ Θ.ΠΕΖΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
ΠΛΩΤΑΡΧΗΣ ΜΑΧΙΜΟΣ Λ.ΒΛΑΧΑΒΑΣ ΥΠΑΡΧΟΣ
ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΜΑΧΙΜΟΣ Γ.ΑΡΛΙΩΤΗΣ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ
ΑΝΘΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΙΑΤΡΟΣ Σ.ΜΑΝΙΑΡΙΖΗΣ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ

ΚΕΛΕΥΣΤΗΣ ΜΗΧ Γ.ΠΟΛΥΜΕΝΑΚΟΣ
ΚΕΛΕΥΣΤΗΣ ΑΡΜ Α.ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
ΥΠΟΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Α ΜΗΧ Ν.ΜΠΑΣΤΑΣ
ΥΠΟΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Α ΗΛΕΚΤΡ Γ.ΛΥΚΙΣΣΑΣ
ΥΠΟΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Α ΠΥΡ Χ.ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
ΥΠΟΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Β ΔΙΑΧ Α.ΝΤΙΝΟΥ
ΥΠΟΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Β ΠΥΡ Χ.ΔΑΛΑΚΟΣ
ΥΠΟΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Β ΤΟΡΠ Ε.ΔΕΡΔΗΜΑΣ
ΥΠΟΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Β ΠΥΡ Κ.ΚΟΚΚΟΡΗΣ

ΔΙΟΠΟΣ ΗΛΕΚΤΡ Ι.ΛΟΓΟΣ
ΔΙΟΠΟΣ ΠΥΡ Π.ΚΑΡΥΔΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ι.ΑΘΑΝΑΣΑΤΟΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Γ.ΑΡΑΠΑΤΖΟΓΛΟΥ
ΝΑΥΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡ Σ.ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΑΡΜ Σ.ΖΗΣΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡ Β.ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Β.ΚΟΝΤΟΥΔΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Γ.ΚΟΥΝΙΔΑΚΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Θ.ΚΑΤΣΑΓΑΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ν.ΚΟΥΡΟΥΜΤΖΙΔΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Α.ΚΑΛΙΑΝΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Α.ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Μ.ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ι.ΛΑΪΟΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Δ.ΒΟΛΑΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ι.ΛΟΥΡΙΔΑΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Κ.ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ν.ΜΠΟΥΡΟΥΤΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ν.ΜΕΤΟΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Σ.ΠΕΤΡΙΔΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Α.ΖΕΡΒΟΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ι.ΤΖΙΛΙΑΝΟΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ. Ι.ΤΣΟΥΝΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ. Ι ΧΟΡΤΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Β.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ ΠΠΡΕΒ…
ΝΑΥΤΗΣ ΠΥΡ Ι. ΜΑΙΛΗΣ

Αιωνία τους η μνήμη.

Σήμερα, το ναυάγιο του ηρωικού μας πλοίου βρίσκεται σε απόσταση περίπου 300 μ. νότια του άκρου της νησίδας Ελεούσα των Λαγουσών, σε βάθος 70 μ. η πλώρη, και 65 μέτρα η πρύμνη.

Δυστυχώς μετά τον πόλεμο, δόθηκε άδεια διαλύσεως του ναυαγίου και το μεγαλύτερο μέρος του, ανελκύστηκε και πωλήθηκε σαν μέταλλο. Ένα μικρό τμήμα της πλώρης, της γέφυρας, της πρύμνης και η άγκυρα του, είναι ότι παραμένει σήμερα στον βυθό, από το Α/Τ «ΥΔΡΑ».

Τα τμήματα του ναυαγίου που έμειναν, μπορεί να έχουν καλυφθεί από θαλάσσιους οργανισμούς και να αποτελούν πλέον καταφύγιο για πολλούς από τους κατοίκους του βυθού, αλλά ποτέ και τίποτε, δεν πρέπει να σκεπάσει τη δόξα του πλοίου και να τη σβήσει από τη μνήμη μας,

Εδώ πρέπει να αναφέρω πως και τα δύο τιμόνια του πλοίου, αποσπάστηκαν από το ναυάγιο και βρίσκονται σε κάποιο Αιγινήτικο σπίτι. Τα είδαμε να εκτίθενται στην έκθεση του ιστορικού ερευνητή Δημ. Γκαλών, για τα ναυάγια της Αίγινας που έγινε πέρυσι τον Ιούνιο, στο Λαογραφικό μουσείο της Αίγινας. Αγαπητοί μου, θεωρώ πως, τα ιστορικά αυτά κειμήλια θα έπρεπε να εκτίθενται δημόσια, για να μας θυμίζουν το πόσο σφικτά τα κράτησαν τότε, το πόσες λαχτάρες έζησαν και το πόσες προσευχές άκουσαν.

Χώρος τέτοιος αγαπητοί μου υπάρχει, είτε στο κτήριο της Υπηρεσίας Ιστορίας του Ναυτικού, όπου εκθέτονται όλα τα πηδάλια των πολεμικών μας πλοίων, είτε σε κάποιο ναυτικό μουσείο… Αν για κάποιο, κατανοητό λόγο, υπάρχει η επιθυμία αυτά να μείνουν στην Αίγινα, τότε και πάλι μπορούν να προσφερθούν στο μουσείο της ΙΥΝ με τον όρο: όταν η Αίγινα αποκτήσει το δικό της Ναυτικό Μουσείο, να επιστραφούν για να εκτίθενται εκεί…

Η Αίγινα χρειάζεται ένα ναυτικό μουσείο. Έχει τόσα πολλά να βάλει μέσα και τόσα πολλά να δείξει σε όλο τον κόσμο!

Στιγμές ιστορικής μνήμης και απόδοσης τιμών

Το 1992, με ενέργειες του «Συνδέσμου Αιγινητών Πειραιά» μπήκε με κάθε επισημότητα ο θεμέλιος λίθος για ένα «μνημείο» προς τιμή των πεσόντων του ηρωικού αντιτορπιλικού ΥΔΡΑ. Το θεμέλιο μπήκε τότε, αλλά μέχρι σήμερα στη περιοχή παραμένει μόνο o θεμέλιος λίθος. Μνημείο δεν υπάρχει.

Έκτοτε έχουν οργανωθεί κατά καιρούς διάφορες εκδηλώσεις τιμής, άλλοτε από τον σύλλογο αλιέων της περιοχής, άλλοτε από τη SARONIC ferries και άλλοτε από τον δήμο της Αίγινας, όπως έγινε και σήμερα το πρωί. Πιο συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2010, έγινε κατάθεση στεφάνου στη περιοχή του ναυαγίου από τον δήμο της Αίγινας, και ακολούθησε μια σχετική ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο της Κυψέλης.

Το 2021, ο Δήμος Αίγινας, το Πολεμικό Ναυτικό με την ΤΠΚ Μπλέσσας και η Saronic Ferries, τίμησαν την επέτειο της βύθισης του Α/Τ “Ύδρα” με καταθέσεις στεφάνων και επιμνημόσυνη δέηση.

Το 2022, το πλοίο ΑΠΟΛΛΩΝ της Saronic Ferries πέρασε κοντά από τις Λαγούσες και επέδωσε τιμές στους πεσόντες με συριγμούς ενώ ο Βουλευτής Α’ Πειραιώς & Νήσων, Νικ. Μανωλάκος έρριψε στέφανο. Από το επίσημο κράτος, το ΥΔΡΑ ξεχάστηκε. Ίσως, ο πόλεμος στην Ουκρανία, να απέσπασε τη σκέψη όλων!

Αγαπητοί μου, η περιστασιακή αυτή ρίψη των δάφνινων στεφανιών από τις αρχές, είναι μια αναγνώριση της ηρωικής θυσίας του πληρώματος του ΥΔΡΑ για την πατρίδα μας, μόνο που αυτή δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά, αλλά πρέπει να καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης και να έχουμε τότε μια μεγάλη γιορτή.

Νομίζω το οφείλουμε σε αυτούς που αγωνίστηκαν για τις αξίες μας και την ελευθερία μας και κυρίως, σε αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους για να ζούμε ελεύθεροι.

Ίσως οι Δημοτικοί άρχοντες που μας τιμούν με την παρουσία τους, να δώσουν το όνομα του Αιγινήτη Διόπου Πυροβολητή Παναγιώτη Καρύδη, που έδωσε την ζωή του στην πατρίδα στα νερά της Αίγινας, σε κάποιο δρόμο του νησιού.

Επίλογος

Από την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ ΠΠ μέχρι της καταλήψεως της χώρας από τους γερμανούς, το Πολεμικό Ναυτικό έχασε 20 από τα 37 πλοία δηλ το 60 % του στόλου του.

Κυρίες και κύριοι, τα πλοία του πολεμικού μας ναυτικού, ποτέ δεν υπέστειλαν τη σημαία τους και ποτέ δεν παραδόθηκαν στον εχθρό.

Έδωσαν μάχες μέχρις εσχάτων όπως το δοξασμένο πλήρωμα του ΥΔΡΑ.

Όσα πλοία του ΠΝ σώθηκαν από το ανελέητο σφυροκόπημα των γερμανικών αεροσκαφών, έπλευσαν και κατέπλευσαν περήφανα μέχρι την 2α Μαΐου 1941, στην γειτονική μας Αίγυπτο για να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα κατά των Δυνάμεων του Άξονα, σε αντίθεση με τα πλοία άλλων ναυτικών.

Τα πλοία αυτά του στόλου μας αποτελούσαν τότε, μαζί με την Κρήτη, το μόνο ελεύθερο Ελληνικό έδαφος. Και δεν ήταν μόνο τα πλοία εκεί. Ήταν ολόκληρο το Ναυτικό μας. Ήταν ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Υποναύαρχος Σακελλαρίου, ο Αρχηγός του Στόλου Υποναύαρχος Καββαδίας, οι Διοικητές των Στολίσκων, οι Κυβερνήτες, οι Αξιωματικοί, οι Υπαξιωματικοί και οι ναύτες.

Και όλοι αυτοί αγαπητοί μου δεν έφυγαν για να σωθούν. Έφυγαν, για να συνεχίζουν τον πόλεμο εγκαταλείποντας περιουσίες και αφήνοντας πίσω προσφιλή πρόσωπα.

ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ και ΖΗΤΩ ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΑΣ ΝΑΥΤΙΚΟ

Κυρίες και κύριοι, Σας ευχαριστώ  πολύ για τη προσοχή σας,

Σας ευχαριστώ για την αγάπη που δείχνετε με την παρουσία σας, στο ναυτικό μας και για το ενδιαφέρον που έχετε στον κατά θάλασσα αγώνα του Έθνους μας.

RELATED ARTICLES
- Advertisment -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Recent Comments