Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟΙΚΟΝΟΜΙΑΜείωση τιμής: Αυτό είναι το σχέδιο του ΥΠΑΝ για 15% φθηνότερα φρούτα,...

Μείωση τιμής: Αυτό είναι το σχέδιο του ΥΠΑΝ για 15% φθηνότερα φρούτα, λαχανικά και κρέατα

Αποκλιμάκωση των τιμών των οπωροκηπευτικών προϊόντων και των φρέσκων κρεάτων γύρω στο 15%, αλλά και διαφάνεια στις τιμές, εκτιμάται ότι θα φέρει το μέτρο που ανακοίνωσε το υπουργείο Ανάπτυξης για τα εν λόγω είδη.

Η παρέμβαση αφορά τις τιμές των προϊόντων από το χωράφι στο ράφι και επιβάλλει στους προμηθευτές να πωλούν τα προϊόντα τους στο λιανεμπόριο σε καθαρές τιμές και περιορίζει τα πιστωτικά τιμολόγια σε ποσοστό έως 3%. 

Οπως εξηγεί  κορυφαίο στέλεχος σούπερ μάρκετ, με το νέο μέτρο όποιες τιμές συμφωνήσουν προμηθευτές και λιανέμποροι πρέπει να αναγράφονται καθαρά στο τιμολόγιο και δεν μπορούν να περάσουν έξτρα εκπτώσεις ή επιστροφές. «Αν, για παράδειγμα, ένας χονδρέμπορος κρεάτων και μία αλυσίδα σούπερ μάρκετ συμφωνήσουν στα 10 ευρώ το κιλό για την αγορά του κρέατος, το τιμολόγιο θα πρέπει να αναγράφει 10 ευρώ. Αν συμφωνήσουν 10 ευρώ και έκπτωση 20% του προμηθευτή στον λιανέμπορο στο τέλος του μήνα ή του εξαμήνου, το τιμολόγιο θα πρέπει να γράφει 8 ευρώ, ώστε τα 2 ευρώ να είναι στη συνέχεια η έκπτωση», αναφέρει χαρακτηριστικά η ίδια πηγή. Προσθέτει, δε, ότι οι αλυσίδες θα πρέπει αναπόφευκτα να μειώσουν τις τιμές τους, γιατί με τα νέα δεδομένα θα εμφανίζεται μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από αυτό που προβλέπει η νομοθεσία και ίσχυε το 2021.

Πατέντες…

Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), Μόσχος Κορασίδης, σημειώνει ότι ένα τρικ που χρησιμοποιείται κατά κόρον στο λιανεμπόριο είναι οι επιστροφές στους αρχικούς παραγωγούς ή προμηθευτές, ώστε μέσω αυτών να μειώνεται τεχνηέντως η τιμή και ειδικά για προϊόντα που «βαφτίζουν» ως ακατάλληλα. Ετσι, ο περιορισμός τους σε ένα ποσοτικό όριο 3% είναι ένα εξυγιαντικό μέτρο, ωστόσο δεν είναι αρκετό για να μειωθεί η ψαλίδα από το χωράφι στο ράφι.

Μεσάζοντες

Αλλωστε, η διαφορά των τιμών στα αγροτικά προϊόντα από τον παραγωγό στη λιανική φτάνει ακόμα και το 270%, γεγονός που οι εκπρόσωποι του πρωτογενούς τομέα αποδίδουν στα κερδοσκοπικά παιχνίδια στις εκβιαστικές πρακτικές των μεσαζόντων.

Για παράδειγμα, οι ντομάτες φεύγουν από το χωράφι στα 0,80-0,90 ευρώ το κιλό, στη χονδρική πωλούνται κατά μέσο όρο 1,30 ευρώ το κιλό και στα ράφια των σούπερ μάρκετ διατίθενται από 1,87 έως 2,30 ευρώ το κιλό.

Αντίστοιχα, η τιμή παραγωγού για τις πατάτες διαμορφώνεται στα 0,45 ευρώ το κιλό, φτάνουν στη χονδρική στα 0,70 ευρώ το κιλό και στα καταστήματα τροφίμων κοστίζουν από 0,92 έως 1,02 ευρώ το κιλό, δηλαδή έως και 127% υψηλότερα από το χωράφι.

Στα μπρόκολα, η τιμή τους στο χωράφι έχει εκτοξευτεί στο επίπεδο του 1,5 ευρώ το κιλό, στις κεντρικές λαχαναγορές πωλούνται στα 2 ευρώ και οι καταναλωτές τα αγοράζουν από 2,44 έως 2,87 ευρώ το κιλό.

Παρόμοια είναι η εικόνα και στα φρούτα, με τα μήλα στάρκιν να φεύγουν από τους παραγωγούς στα 0,50-0,60 ευρώ το κιλό, στη χονδρική 1,10 ευρώ και στα ράφια να πωλούνται από 1,44 έως 1,85 ευρώ το κιλό.

Πληθωρισμός απληστίας

«Εμείς στην ΕΘΕΑΣ ασχολούμαστε εδώ και καιρό με το άνοιγμα της ψαλίδας των τιμών μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, για δύο λόγους: Γιατί, ενώ έχουμε μικρές αυξήσεις στις τιμές παραγωγού, λόγω, κυρίως, της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, η τιμή του καταναλωτή είναι πολύ υψηλότερη. Δηλαδή, αν έχουμε μια μικρή αύξηση κατά 5% στις τιμές των αγροτικών προϊόντων στο χωράφι, οι λιανικές τιμές μπορεί να είναι και 25% και 30% μεγαλύτερες», επισημαίνει ο κ. Κορασίδης, τονίζοντας ότι πρόκειται για το ευρέως γνωστό φαινόμενο του πληθωρισμού της απληστίας. «Το μικρό εισόδημα που έχουν οι καταναλωτές φεύγει, λόγω των ανατιμήσεων, και μπαίνει στα ταμεία λίγων μεγάλων επιχειρήσεων και δικτύων διανομής», εξηγεί.

Κρέατα

Εως και σε τριπλάσιες τιμές όμως πωλούνται στα καταστήματα τροφίμων και τα κρεατικά. «Αν και η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος έχει αυξηθεί από τα 3 ευρώ που πωλούνταν στα 3,5-5 ευρώ και φτάνει να πωλείται στα σούπερ μάρκετ και στα κρεοπωλεία στα 15 ευρώ το κιλό, δεν είναι αισχροκέρδεια;», αναφέρει χαρακτηριστικά στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο αναπληρωτής πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), Χρήστος Τσομπάνος, τονίζοντας ότι η ψαλίδα στις τιμές οφείλεται στα παιχνίδια που παίζουν οι μεταποιητές και οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ.

Αιτίες…

«Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων, ακόμα και στον παραγωγό, έχουν αυξηθεί σημαντικά, λόγω της μειωμένης παραγωγής ως αποτέλεσμα των καιρικών συνθηκών. Επιπλέον, όσο η ζήτηση είναι υψηλή τόσο υπάρχει περιθώριο για άνοδο των τιμών. Είναι σαν την αγορά ακινήτων. Εφόσον οι ιδιοκτήτες βλέπουν ότι υπάρχει ζήτηση, ζητούν υψηλότερα ενοίκια. Δεν υπολογίζουν πόσο τους στοιχίζει. Ετσι γίνεται και με τα αγροτικά προϊόντα. Για παράδειγμα, τα μήλα, είτε πωλούνται 1 ευρώ είτε 1,5 ευρώ, ο καταναλωτής θα τα αγοράσει. Αυτό το εκμεταλλεύονται οι έμποροι και μπορεί να φουσκώνουν τις τιμές», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής κορυφαίο στέλεχος της αγοράς.

Ωστόσο, επισημαίνει ότι υπάρχουν και τα ενδιάμεσα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας που ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, όπως η διαλογή, η συσκευασία, τα μεταφορικά, αλλά και η ποσότητα των προϊόντων που φτάνουν τελικά στο καλάθι των νοικοκυριών. «Ας πάρουμε για παράδειγμα τις ντομάτες. Οι έμποροι τις αγοράζουν από τους παραγωγούς, αλλά δεν τις παραδίδουν κατευθείαν στα σούπερ μάρκετ, γιατί οι καταναλωτές θα τις ξεχωρίσουν, ανάλογα με το χρώμα, αν είναι χτυπημένες κ.λπ. Οπότε, αρχικά πηγαίνουν στα διαλογητήρια, όπου εκεί γίνεται το ξεσκαρτάρισμα. Ποιες είναι καλές, ώστε να πάνε στα σούπερ μάρκετ, ποιες προορίζονται για χυμό ντομάτας και ποιες θα πεταχτούν εντελώς. Αφού γίνει η διαλογή, ακολουθεί το συσκευαστήριο, ώστε να μπουν σε ειδικά τελάρα ή αν χρειάζονται κάποια ειδική συσκευασία. Επειτα, πηγαίνουν στις αποθήκες, που, πέρα από το κόστος ενέργειας για την ψύξη, είναι και τα υψηλά ενοίκια αυτών των χώρων. Και, τέλος, είναι το μεταφορικό κόστος για να φτάσουν στα καταστήματα», υπογραμμίζει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής η ίδια πηγή. Συμπληρώνει, δε, ότι ακόμα και στο σούπερ μάρκετ δεν θα αγοραστούν όλες οι ποσότητες του προϊόντος, κάποιες θα μείνουν και θα πεταχτούν. «Ο έμπορος, όταν πουλάει, σκέφτεται και τις απώλειες που θα έχει. Και εννοείται ότι υπολογίζει και το δικό του κέρδος, και σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το κέρδος των σούπερ μάρκετ. Επομένως, μέχρι ενός σημείου είναι δικαιολογημένη η αυξημένη τιμή από το χωράφι στο ράφι», καταλήγει.

Με το νέο μέτρο, πάντως, που περιορίζει τα πιστωτικά τιμολόγια στο 3% και αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή έως τον Μάρτιο, τα στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια στις τιμές, οδηγώντας σε μείωση των λιανικών τιμών. 

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΙΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΣΤΟ ΡΑΦΙ

ΠΡΟΪΟΝΤΙΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΤΙΜΗ ΧΟΝΔΡΙΚΗΣΤΙΜΗ ΣΤΟ ΡΑΦΙ
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΡΟΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΤΡΟ*
Ντομάτες (κιλό)0,80-0,901,301,87-2,301,59-1,95
Πατάτες (κιλό)0,450,700,92-1,020,78-0,867
Μαρούλι (τμχ.)0,20-0,250,400,700,60
Μπρόκολο (κιλό)1,522,44-2,872,07-2,43
Μήλα στάρκιν (κιλό)0,50-0,601,101,44-1,851,22-1,57
* Εκτίμηση: Τιμές σε ευρώ

Επιχείρηση «καθαρές» τιμές

Οι προσφορές («1+1», εκπτώσεις κ.λπ.) θα συνεχιστούν κανονικά στα σούπερ μάρκετ, αλλά θα εφαρμόζονται στις «καθαρές τιμές», κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να μην επωφελείται – όχι τουλάχιστον όσο του διαφήμιζε ο έμπορος.

Βάσει σχετικού μέτρου, που ανακοίνωσε η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ) μέσα στην εβδομάδα, περιορίζονται οι συνολικές εκπτώσεις των προμηθευτών στα σούπερ μάρκετ κατά 30% και μεταφέρεται το όφελος στον καταναλωτή, με αντίστοιχη μείωση της τιμής στο ράφι.

Η πρωτοβουλία, που έχει μόνιμη μορφή, θα εφαρμοστεί σε απορρυπαντικά, καθαριστικά σπιτιού, αφρόλουτρα, σαμπουάν και βρεφικές πάνες, δηλαδή σε προϊόντα που οι καταναλωτές συναντούν στα ράφια των σούπερ μάρκετ όλο τον χρόνο προσφορές, π.χ. «1+1 δώρο», «50% έκπτωση», «2+1» κ.ο.κ.

Ειδικότερα, με τη νέα ρύθμιση οι προμηθευτές αυτών των κατηγοριών είναι υποχρεωμένοι τις προσφορές που έκαναν το 2023 ανά μονάδα προϊόντος να τις μειώσουν κατά 30%, μειώνοντας ισόποσα την τιμή του τιμοκαταλόγου τους. Σημειώνεται ότι η έκπτωση σε τέτοιες προωθητικές ενέργειες περνά από τους προμηθευτές στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ για να φτάσει, τελικά, στον καταναλωτή.

Ο μηχανισμός

Οπως εξήγησαν  φορείς της αγοράς: «Εάν σε ένα προϊόν ο διανομέας/αντιπρόσωπος δίνει 50% έκπτωση, τότε το 30% του 50%, δηλαδή το 15%, αφαιρείται από την τελική τιμή τιμοκαταλόγου. Για παράδειγμα, σε προϊόν αξίας 10 ευρώ από προμηθευτή που θα στείλει Α ποσότητα στο σούπερ μάρκετ με προσφορά “1+1”, το τιμολόγιο αφορά 10ΧΑ και 50% έκπτωση. Αυτό το 50% θα πρέπει να μειωθεί κατά 30%, δηλαδή στο 15%. Και αυτό το 15% θα πρέπει να μειώσει την τιμή του προϊόντος, που από 10 ευρώ πρέπει να γίνει 8,5 ευρώ στον τιμοκατάλογο. Σε αυτήν τη βάση τιμής θα μπορεί ο προμηθευτής να κάνει την όποια προσφορά».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εταιρίες θα αναγκαστούν να μειώσουν τις αρχικές, υψηλές τιμές που διατηρούν σε μία σειρά προϊόντων, όπου μετά, μέσω προωθητικών ενεργειών, εμφανίζονται να τις μειώνουν.

«Πολλές φορές οι καταναλωτές δεν συγκρίνουν με βάση την τιμή του προϊόντος αλλά με γνώμονα το μέγεθος της προσφοράς. Αυτό χαλκιδεύει το κριτήριο του καταναλωτή και επιτρέπει στις επιχειρήσεις, διά των πιστώσεων, να μοιράζονται κέρδη, που θα έπρεπε να φτάνουν στον καταναλωτή», σχολίασε στέλεχος του ΥΠΑΝ στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, για να προσθέσει: «Με την πρωτοβουλία του υπουργείου, μειώνεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να κόβουν μεγάλα πιστωτικά σημειώματα, στο πλαίσιο των οποίων δεν είναι ξεκάθαρο ποιος καρπώνεται τα οφέλη. Αυτό που ζητείται, πλέον, είναι να επωφελείται, άμεσα, ο καταναλωτής… Αντί η έκπτωση να μοιράζεται μεταξύ τους σε επίπεδο κερδών και αμοιβών, να πηγαίνει κατευθείαν στον καταναλωτή. Οι πλασματικές εκπτώσεις περιορίζονται. Αυτό το μέτρο θα οδηγήσει στο φαινόμενο να μη βλέπουμε όλη τη χρονιά εκπτώσεις και “1+1”, τα οποία είναι παραπλανητικά».

Επιπλέον μέτρα

Επιπρόσθετα, επιχείρηση «καθαρές τιμές» συντελείται σε ακόμη δύο μέτρα που ανακοίνωσε η ηγεσία του ΥΠΑΝ, που αφορούν στις τιμές από το «χωράφι στο ράφι» και στην αποτροπή των αδικαιολόγητων ανατιμήσεων.

Σε σχέση με το πρώτο μέτρο (μόνιμου χαρακτήρα) το ΥΠΑΝ υποχρεώνει τους προμηθευτές να πωλούν νωπά φρούτα, λαχανικά και κρέατα στο λιανεμπόριο, σε «καθαρές τιμές» (net-pricing), για να διασφαλίσει τη διαφάνεια στην εφοδιαστική αλυσίδα από το «χωράφι στο ράφι». Επιτρέπεται μόνον πιστωτικό τιμολόγιο ύψους έως 3% για επιστροφές προϊόντων ή φύρας.

Είναι ένα μέτρο, το οποίο, σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης, Κώστα Σκρέκα, θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για μία εταιρία να προβεί σε αδικαιολόγητη αύξηση τιμών, διότι το τρίμηνο που θα ακολουθεί θα έχει πλέον βαρύ μειονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού. Συνεπώς, θα χάσει σημαντικό μερίδιο αγοράς, που ίσως δεν μπορέσει να ανακτήσει ποτέ.

Τα πιστωτικά τιμολόγια πρέπει -βάσει νόμου- να κόβονται για φορολογικούς λόγους. Για παράδειγμα, όταν ο προμηθευτής στέλνει ένα προϊόν, ο πωλητής μπορεί να απαντήσει ότι είναι κατεστραμμένο, ότι χρειάζεται επιστροφή, ότι δεν πωλήθηκε, ότι λήγει κ.λπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μία βασική λύση που δέχεται η φορολογική νομοθεσία είναι να κοπεί ένα πιστωτικό σημείωμα.

Αδικαιολόγητες ανατιμήσεις

Ετερο μέτρο του ΥΠΑΝ προβλέπει πως οι προμηθευτές που θα αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους δεν θα μπορούν να υλοποιούν προωθητικές ενέργειες για τα προϊόντα που έχουν ανατιμήσει, για χρονικό διάστημα τριών μηνών. Το μέτρο αφορά σε όλα προϊόντα που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ και ετέθη σε εφαρμογή από τις 10.01.2024.

Με τα νέα δεδομένα, από τον παραγωγό έως το ράφι και τα ψυγεία των σούπερ μάρκετ, των μπακάλικων, των κρεοπωλείων, των μανάβικων και γενικά όλης της λιανικής οι τιμές θα πρέπει να είναι καθαρές στα τιμολόγια.

«Πλαφόν» στο μικτό περιθώριο κέρδους για το βρεφικό γάλα

Από πρόσφατη «χαρτογράφηση» της Επιτροπής Ανταγωνισμού στο βρεφικό γάλα, προέκυπτε πως συγκεκριμένο προϊόν επωλείτο ακριβότερα κατά 213% στην Ελλάδα απ’ ό,τι στη Σουηδία.

Η εν λόγω διαπίστωση προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη και μέσα στην εβδομάδα η ηγεσία του ΥΠΑΝ ανακοίνωσε «πλαφόν» στο περιθώριο μικτού κέρδους των εταιριών που εισάγουν, παράγουν και διακινούν το βρεφικό γάλα στην Ελλάδα.

Σκοπός της πρωτοβουλίας είναι να προσεγγίσει η χώρα μας τις τιμές του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στο μέτρο του εφικτού, με πηγές από το ΥΠΑΝ να εκτιμούν πως αυτό θα επιτευχθεί χάρη στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων.

Υπολογισμοί

Ειδικότερα, όσον αφορά στο πλαφόν, προκύπτει από το άθροισμα του λειτουργικού κόστους της εταιρίας για τη συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων και του εμπορικού κέρδους 7%. Αυτό το μέτρο, που θα εφαρμοστεί μόνο φέτος, εκτιμάται -βάσει υπολογισμών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σημερινό εμπορικό κέρδος που έχουν οι επιχειρήσεις του εν λόγω κλάδου- πως θα συμβάλει σημαντικά στη μείωση της τιμής, μεταξύ 15%-20%, προς όφελος του καταναλωτή.

Ως βάση υπολογισμού του λειτουργικού κόστους της επιχείρησης και του εμπορικού κέρδους θα υπολογιστεί η τελευταία οικονομική χρήση που έχει κλείσει για κάθε εταιρία. Επισημαίνεται πως θα υπάρξει περιθώριο δύο μηνών μέχρι να προσαρμοστούν οι εταιρίες και να καθοριστούν τα όρια κέρδους με βάση τους ελέγχους που θα κάνει η Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς (ΔΙΜΕΑ). Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών του ΥΠΑΝ, με την επιβολή του μέτρου οι τιμές στα προϊόντα βρεφικού γάλακτος θα προσεγγίσουν τον ευρωπαϊκό μ.ό.

Στο μεταξύ, στο… μικροσκόπιο της ΔΙΜΕΑ βρίσκονται δύο πολυεθνικές εταιρίες και, σύμφωνα με τον κ. Σκρέκα, εφόσον διαπιστωθούν παραβάσεις θα ανακοινωθούν πρόστιμα μέσα στις επόμενες μέρες.

Στέλεχος του ΥΠΑΝ σχολίασε στον «Ε.Τ.» της Κυριακής σε ερώτηση για το όφελος που θα δει ο καταναλωτής από αυτήν την πρωτοβουλία: «Δεν μπορεί να το ξέρει κανείς αυτό, διότι κάθε εταιρία γαλακτοκομικών έχει διαφορετικά περιθώρια κέρδους. Αλλες έχουν μεγαλύτερα και άλλες μικρότερα. Εκεί όπου τα περιθώρια κέρδους ήταν μεγαλύτερα, ο καταναλωτής θα επωφεληθεί περισσότερο, ενώ εκεί όπου δεν υπήρχε πρόβλημα, δεν θα δει διαφορά. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι ξαφνικά θα πέσουν όλες οι τιμές. Αυτό θα σήμαινε ότι όλες οι επιχειρήσεις είχαν παραπάνω περιθώρια κέρδους, ενώ δεν είναι έτσι».

Θολό… τοπίο

Εξηγώντας το γεγονός ότι στην Ελλάδα έφτασε να πωλείται το βρεφικό γάλα ακόμη και κατά 213% ακριβότερα σε σύγκριση με τη Σουηδία, σημείωσε: «Σε κάποιο e-shop, μπορεί ο επιχειρηματίας να δίνει ένα αγαθό οικονομικότερα, διότι πλησιάζει η ημερομηνία λήξεώς του… Και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. επωλείτο ακριβότερα απ’ ό,τι στη φθηνότερη χώρα το συγκεκριμένο προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι ή γενικά αισχροκερδούν όλοι σε όλες αυτές τις χώρες ή ότι ήταν πολύ φθηνό στη συγκεκριμένη χώρα, για κάποιο λόγο».

Οπως διευκρίνισε, «δεν είναι ακριβότερα κατά 213% όλα τα βρεφικά γάλατα από τα αντίστοιχα της Σουηδίας, αλλά ένα από τα εκατοντάδες. Για να πούμε ότι υπάρχει διαφορά (σ.σ.: σε σχέση με τις τιμές πώλησης), θα έπρεπε να γνωρίζουμε τα αποθέματα, πόσο καιρό έχει μέχρι την ημερομηνία λήξεως το συγκεκριμένο προϊόν, ποια η σύνθεσή του κ.λπ. Να πάρουμε μέσους όρους από μία μεγάλη γκάμα αγαθών και από τη μία πλευρά και από την άλλη, να ψάξουμε σε εκατοντάδες καταστήματα, σούπερ μάρκετ, να βρούμε πόσο πωλούν το συγκεκριμένο προϊόν στη Σουηδία και πόσο στην Ελλάδα».

Μικρή αγορά

Σε κάθε περίπτωση, επισήμανε πως πράγματι στην Ελλάδα το κόστος για τα βρεφικά γάλατα είναι υψηλότερο, κατά μέσο όρο, απ’ ό,τι είναι σε άλλες βορειότερες χώρες του εξωτερικού. Δεν ισχύει το ίδιο, ωστόσο, για τις νοτιότερες. Αυτό συμβαίνει διότι στην Ελλάδα, όπως είπε, έχουμε μία πολύ μικρή αγορά και λόγω της υπογεννητικότητας. Το 2010, για παράδειγμα, που το γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας επιτρεπόταν να πωλείται μόνο στα φαρμακεία, καταγράφηκαν 114.766 γεννήσεις, ενώ το 2022 διαμορφώθηκαν σε 76.095 (επίσημα στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). «Αυτό έχει τη σημασία του. Σε μία αγορά, η οποία δεν έχει οικονομίες κλίμακας -άρα δεν μπορεί κάποιος να κάνει μεγάλες παραγγελίες- τα κόστη ανά μονάδα ανεβαίνουν, όπως και τα κόστη διαχείρισης των εταιριών αυτών», σχολίασε στον «Ε.Τ.» της Κυριακής στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης.

Λύση

Με αυτά τα δεδομένα, η συγκεκριμένη διάταξη του ΥΠΑΝ έρχεται να δώσει λύση στα εξής, όπως τόνισε: «Αν υπάρχουν διαφορές με άλλες χώρες της Ε.Ε., όποιες είναι αυτές, δεν θα οφείλονται σε αυξημένη κερδοφορία των επιχειρήσεων – άρα, δεν θα αισχροκερδούν εις βάρος του καταναλωτικού κοινού. Και αυτό, διότι το μέγιστο καθαρό κέρδος που μπορούν να έχουν οι επιχειρήσεις θα είναι έως 7%. Οι όποιες αυξήσεις θα σχετίζονται με άλλα προβλήματα που έχει η ελληνική αγορά, π.χ. ότι είναι πολύ μικρή, απομακρυσμένη, έχει λιγότερα αγαθά απ’ ό,τι έχουν άλλες αγορές. Με το γεγονός, επίσης, ότι οι καταναλωτές πολλές φορές δεν επιλέγουν με βάση την τιμή, αλλά με βάση τις συστάσεις του ιατρού τους κ.λπ.».

RELATED ARTICLES
- Advertisment -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Recent Comments